Οι ανοιχτές φυλακές των καταπιεσμένων

Ο παραπάνω χάρτης χωροθετεί τις 30 μεγαλύτερες παραγκουπόλεις(“megaslums), χωρίς ωστόσο να αποτυπώνονται σε αυτόν το σύνολο των παραγκουπόλεων παγκοσμίως ο αριθμός των οποίων αγγίζει τις 250.000. Το μέγεθος των κύκλων και γκρίζοι τονισμοί προσδιορίζουν τον αριθμό των κατοίκων των παραγκουπόλεων σε εκατομμύρια.
 
Οι ανοιχτές φυλακές των καταπιεσμένων

Μια χωρική αποτύπωση της εκμετάλλευσης

Άλλη μια παγκοσμιοποιημένη κρίση ξεσπά, άλλος ένας κύκλος αποδοχής και κερδοφορίας κλείνει για το κεφάλαιο, ενώ παράλληλα ανοίγει άλλος ένας κύκλος αίματος για όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Ανά τα χρόνια και σε όλο τον κόσμο, τα κοινωνικά αδιέξοδα, που προέκυπταν από την υπερσυσσώρευση πλούτου όπως αυτή οργανωνόταν από τους ισχυρούς, καλύπτονταν από την απόλυτη καταπίεση ή και την εξόντωση ολόκληρων κοινωνικών κομματιών. Αυτή γινότανε δυνατή με τρόπους ανάλογους των εκάστοτε κοινωνικών καταστάσεων. Στρατόπεδα συγκέντρωσης (εργασίας και εξόντωσης), γενοκτονίες, γκέτο, σφαγές στις παραγκουπόλεις, ρατσιμός και υποτίμηση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Ανοιχτές, κλειστές και αόρατες φυλακές ορθώνονται παντού, για να περιορίσουν τους εκμεταλλεύσιμους και να εξοντώσουν αυτούς που “περισσεύουν”. Οι στρατηγικές διαφέρουν, αλλά ο στόχος είναι σταθερά ο ίδιος για τους ισχυρούς, που προσπαθούν διαχρονικά να προσαρμόσουν τις διεργασίες τις κοινωνικής ζωής στα δικά τους μέτρα. Αφού η ζωή δε φτάνει για όλους, να ξεμπερδεύουνε με κάποιους για να διατηρήσουνε την ειρήνη με τους υπόλοιπους. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε κάποιες από τις εκφάνσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και της βίαιης, ολοκληρωτικής διαχείρησής τους, όπως αυτές αποτυπώνονται στο χώρο και την πολεοδομία μέσα από το φαινόμενο των παραγκουπόλεων. Σκοπός μας δεν είναι να οριστεί μια γενική και απόλυτη κατάσταση σε σχέση με το πως διαμορφώνονται οι παραγκουπόλεις. Παρόλο που το φαινόμενο αυτό φαίνεται πως εξαπλώνεται καθολικά μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, μπορεί να κατανοηθεί μόνο αφού φιλτραριστεί από την ιστορία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου τα οποία συνθέτουν μια διαφορετική πραγματικότητα κάθε φορά.

Ιστορικά – κοινωνικά στοιχεία του φαινομένου των παραγκουπόλεων
 
Μέσα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού οι πόλεις αποτελούν το δομικό στοιχείο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το κυρίαρχο σύστημα. Ένα σύστημα εξουσιαστικό και ιεραρχικό το οποίο βασίζεται σε ταξικές, έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις. Ο παραγόμενος χώρος των πόλεων φέρει τα παραπάνω χαρακτηριστικά ενώ την ίδια στιγμή είναι αυτός που τα αναπαράγει εκ νέου. Καθώς η πόλη αποτελεί την χωρική προβολή των κοινωνικών διεργασιών, οι τόποι που αναδύονται εμφανίζουν το πιο σκληρό πρόσωπο της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης αλλά ταυτόχρονα μετατρέπονται σε τόπους έντονων κοινωνικών αντιστάσεων και συγκρούσεων.

Οι πόλεις είναι οι πρωταγωνιστές χωρικής οργάνωσης του κυρίαρχου συστήματος και ως τέτοιοι συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως. Τόσο τα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και οι πόλεις της περιφέρειας αυξάνουν και θα συνεχίζουν να αυξάνουν τον πληθυσμό τους σε αντίθεση με τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου ο οποίος συνεχώς συρρικνώνεται. Οι πόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών είναι αυτές που προβλέπεται πως θα απορροφήσουν το 95% της μελλοντικής αύξησης του αστικού πληθυσμού.[1] Στις πόλεις αυτές εμφανίζεται μια εντινόμενη αστικοποίηση, κυρίως από την δεκαετία του ’70 και έπειτα, η οποία δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την ταυτόχρονη εκβιομηχανοποίηση τους αλλά ούτε και με την οικονομική τους ανάπτυξη. Η κρίση του '70 και η οικονομική αναδιάρθρωση, υπο τη μορφή προγράμματων διαρθρωτικής προσαρμογής (SAP) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τη δεκαετία του '80, εξανάγκασαν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού να μετακινηθεί προς τα αστικά κέντρα των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου προς αναζήτηση εργασίας. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του πληθυσμού στράφηκε προς τη μαύρη εργασία προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, κάτι που όμως πολλές φορές αδυνατούσε και αδυνατεί να εξασφαλίσει. Ο πληθυσμός αυτός εγκαστάθηκε μαζικά σε αυτοσχέδια καταλύματα, που οι ίδιοι κατασκεύασαν, κυρίως στα όρια των πόλεων, δημιουργώντας τις παραγκουπόλεις. Σε αυτές πέρα από τους οικονομικούς μετανάστες απαντώνται πολλές φορές και κατώτερα κοινωνικά στρώματα προερχόμενα από την πόλη τα οποία αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα αυξανόμενα ενοίκια και στο αυξανόμενο κόστος ζωής. Οι παραπάνω μαζί με διάφορες εθνοτικές μειονότητες και πρόσφυγες λόγω πολέμων συνθέτουν το σύνολο των κατοίκων των παραγκουπόλεων. Αυτοί κατά βάση απασχολούνται σε κλάδους της παραοικονομίας. Πλανόδιοι έμποροι, επιστάτριες, φορτοεκφορτωτές, οικιακές βοηθοί και τόσοι ακόμη συγκροτούν τις στρατιές εργασίας της παραοικονομίας των κρατών αυτών που μάλιστα αποτελούν, σε πολλές περιπτώσεις, ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Η Τζακάρτα, το Λάγος, η Ντάκα, το Καρατσί, το Ρίο ντε Ζανέϊρο, το Καράκας, η Λίμα, το Νέο Μεξικό, το Κάϊρο είναι κάποιες από τις πόλεις όπου εμφανίζεται οι σύγχρονες παραγκουπόλεις. Μάλιστα σε ορισμένες πόλεις όπως το Ναϊρόμπι και το Μουμπάι, περίπου οι μισοί από τους κατοίκους ζουν σε παραγκόσπιτα. Το 43% του αστικού πληθυσμού των αναπτυσσόμενων χωρών ζει σε παραγκουπόλεις, ενώ το φαινόμενο δεν απουσιάζει και από τις δυτικές μητροπόλεις όπου το ποσοστό του αστικού πληθυσμού που ζει σε παραγκουπόλεις στις αναπτυγμένες χώρες φτάνει το 6%[2]. 

Οι παραγκουπόλεις – ως συνθήκη – δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ανάδυσης και εδραίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.Από τα τέλη του 17ου αιώνα, περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και ανόδου του πρώιμου καπιταλισμού, κάνουν την εμφάνισή τους γειτονιές -στις τότε αναπτυσσόμενες πόλεις της δύσης- όπου στοιβάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες άνθρωποι, οι οποίοι εξαναγκασμένα έχουν μετακινηθεί από την ύπαιθρο στις πόλεις για να καλύψουν τις ανάγκες της βιομηχανίας για εργατικά χέρια. Τότε συναντούμε για πρώτη φορά τα slums, περιοχές του Λονδίνου που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων γειτονιών.

Τα σύγχρονα σε εμάς slums είναι οι favelas του Ριο ντε Τζανέιρο, οι callampas της Χιλής, οι ranchitos της Βενεζουέλα, οι limonadas της Γουατεμάλα, οι «πόλεις των θαυμάτων» της Ουρουγουάη, τα «σπίτια των μαγισσών» της Αργεντινής και τόσες άλλες. Αυτά συνήθως θα τα συναντήσουμε στις παρυφές των πόλεων, σε απόκρημνες πλαγιές ή σε όχθες ποταμών, κοντά σε διυλιστήρια ή σε χημικά εργοστάσια, στα όρια αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρόμων και πιο σπάνια μέσα στις ίδιες τις πόλεις. Αποτελούνται από πρόχειρες κατασκευές χωρίς αποχετευτικό και υδροδοτικό σύστημα, χωρίς ηλεκτρισμό ή καθαρό νερό. Το μέγιστο των ορόφων φτάνει τους τρεις (αν και σπάνια), με την πυκνότητα του πληθυσμού να είναι μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού και ο ζωτικός χώρος να συρρικνώνεται στο ελάχιστο. Τα όρια των παραγκουπόλεων πολλές φορές χαράσσονται, είτε από προϋπάρχουσες υποδομές των πόλεων (π.χ. σιδηροδρομικές γραμμές) είτε με νέες υλικές περιφράξεις όπου σε ορισμένες περιπτώσεις οι δημοτικές/ κρατικές αρχές επιλέγουν να ανορθώσουν (βλέπε το παράδειγμα του Ρίο όπου λόγω των ολυμπιακών αγώνων του 2012 το κράτος σηκώνει τείχους σε 14 faveles). Σε οποιαδήποτε περίπτωση η επιλογή είναι ξεκάθαρη: η γκετοποίηση των περιοχών αυτών. Ο χωρικός και συμβολικός αποκλεισμός τους από το υπόλοιπο κομμάτι της πόλης. Η καταστολή παίρνει λοιπόν σάρκα και οστά μέσα από την πολεοδομία κάνοντας έτσι δυνατό τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτών των πληθυσμών προκρίνοντας , και με αυτόν τον τρόπο, την εγκαθίδρυση μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας.

Μέσα όμως από αυτές τις σκοτεινές πλευρές των πόλεων, εκεί όπου τα έργα του Ντίκενς αναβιώνουν ξανά ακόμα πιο σκληρά και ανελέητα, αναδύονται αντιστάσεις οι οποίες κάποιες φορές μετατρέπονται σε αυθόρμητες εξεγέρσεις, ενώ άλλες φορές οργανώνονται αρνούμενες μαζικά τις κατεδαφίσεις ή και διεκδικώντας γη όπου θα μπορέσουν να στεγάσουν τους εαυτούς τους και τις ανάγκες τους στηριζόμενες στις δικές τους δυναμικές και δυνατότητες μέσω συλλογικών διαδικασιών.[3] 


Το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο

“Ποια είναι η αποστολή σου, μαυροφόρε; Να μπουκάρεις στη φαβέλα και να σπείρεις πτώματα στο χώμα.” [4]

Στη Βραζιλία, τα τελευταία χρόνια, έχουν αναδυθεί κοινωνικά μορφώματα[5] τα οποία διεκδικούν καλύτερες ή και διαφορετικές συνθήκες στέγασης. Τα κοινωνικά αυτά μορφώματα ποικίλουν και ως προς τα ιδεολιγικά τους χαρακτηριστικά και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν. Κάποια επιλέγουν την απο τα μέσα επιρροή της κρατικής πολιτικής για τις διεκδικήσεις τους, κάποιοι καταλαμβάνουν μεγάλα κομμάτια γής και κτίρια μέσα στην πόλη χρησιμοποιώντας τα ως πίεση έτσι ώστε το κράτος να αναλάβει την αξιοπρεπή στέγασή τους, κάποια προτάσσουν την αυτοδιαχείριση μέσα στις κοινότητες αγώνα διεκδικώντας μια ποιοτικά διαφορετική αυτοστέγαση. Η σημαντική διαφοροποίηση αυτών των μορφωμάτων είναι ξεκάθαρα η στάση/ ή και αντίσταση απέναντι στο κράτος. Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως κυριαρχεί μια σχέση υποτέλειας των κινημάτων αυτών με την οικονομική και πολιτική εξουσία θέτοντας έτσι όρια στη σύγκρουση τους, αδυνατώντας/μη επιθυμώντας να περάσουν στην αντίπερα όχθη και να έρθουν σε μια συνολική αντιπαράθεση. Παρόλα αυτά είναι σημαντικό να αναδειχθούν οι τρόποι οργάνωσης των μορφωμάτων αυτών τα οποία κατα κύριο λόγο προτάσσουν τον κοινοτισμό και την αλληλεγγύη, κάτι που εκλίππει σχεδόν ολοκληρωτικά απο τις σημερινές μητροπόλεις.

Το 2014 και το 2016 θα φιλοξενηθούν στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και οι ολυμπιακοί αγώνες. Οι ολυμπιακοί αγώνες συμπυκνώνουν σε μικρό χρονικό διάστημα, εκτός από τις διάφορες ντοπαρισμένες εθνικές υπερηφάνειες και ενότητες ανά τον κόσμο, όλες τις εφαρμοσμένες (αλλά και σε πειραματικό στάδιο) αξίες του λευκού και του μαύρου καπιταλισμού. Εντατική εκμετάλλευση των “εργατών της ολυμπιάδας”, εργατικά ατυχήματα, δοκιμές των νέων μορφών ντόπας, μίζα και επένδυση, θέαμα, διαφήμιση, έλεγχος και καταστολή αλλά και νέοι ορίζοντες στις “business as usual” των αφεντικών. Όποια μορφή και αν παίρνουν αυτές οι μπίζνες, σε όλο το φάσμα της οικονομίας και της παραοικονομίας. Στο Ρίο τα αφεντικά έχουν και την “τύχη” να προηγείται η προετοιμασία και η διεξαγωγή του Μουντιάλ πριν από αυτή των ολυμπιακών αγώνων, κάτι που τους δίνει επιπλέον χρόνο για σχέδια.

Ένα από τα πρώτα κύρια στοιχήματα των διοργανωτών είναι να πειστεί ο υπόλοιπος κόσμος ότι οι αγώνες θα διεξαχθούν με την απαραίτητη ασφάλεια, κάτι που θα προσελκύσει φυσικά “φίλαθλους” τουρίστες στο να επισκεφτούν τη μισή αλήθεια της πρωτεύουσας της Βραζιλίας, αυτήν που καταναλώνεται σαν προϊόν, υπηρεσία ή θέαμα. Η άλλη μισή, αυτή των παραγκουπόλεων (φαβέλες) στη μία πλευρά της πόλης, όπου έχει απωθηθεί και στριμωχτεί το φτωχό κομμάτι του πληθυσμού, πρέπει να κρυφτεί ή να πάρει και αυτή τη μορφή θεάματος εκ τους ασφαλούς (ίσως μέσα από ένα τελεφερίκ που σε ανεβάζει σε μια από τις ψηλές πλαγιές του Ρίο). Για καιρό τώρα οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας του Ρίο πραγματοποιούν έναν πόλεμο ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών και την εγκληματικότητα με όσο γίνεται πιο πειστικές (άρα αιματηρές) εισβολές στις παραγκουπόλεις. Δεν είναι όμως μόνο η αίσθηση της “ασφάλειας” που επιδιώκουν.

Χρόνια τώρα η δουλειά του κράτους και της αστυνομίας του Ρίο σε ό,τι αφορά τις φαβέλες είναι να ελέγχει και να διαχειρίζεται αυτό το εν δυνάμει ανεξέλεγκτο κομμάτι του πληθυσμού που ζει σε άθλιες συνθήκες. Ένας αποδοτικός τρόπος είναι να φροντίζουν για την ισχυρή παρουσία των ναρκωτικών και των όπλων. Έτσι στήνονται συμμμορίες γύρω από τη διακίνησή τους και γύρω από τον έλεγχο περιοχών μέσα στις φαβέλες. Δουλειά της αστυνομίας είναι να εποπτεύει και να ρυθμίζει όλη αυτήν τη συμπεριφορά εισπράτοντας φυσικά και τους κατάλληλους “φόρους”. Αυτήν τη δουλειά την κάνει κυρίως με το πιο πειστικό μέσο, την ένοπλη βία, αφήνωντας μετά από τις επεμβάσεις της στις φαβέλες δεκάδες νεκρούς με το πρόσχημα του εμπορίου των ναρκωτικών ή της αντίστασης. Αυτές ήταν πάντα οι συνηθισμένες μπίζνες των αφεντικών στις παραγκουπόλεις, αυτός είναι ο περίφημος πόλεμος κατά των ναρκωτικών, που κατά τα άλλα συνεχίζουν να μαστίζουν τα κατώτερα στρώματα. Τώρα όμως παίρνει και άλλη μορφή.

Οι νέοι ορίζοντες για επενδύσεις που ανοίγονται με αφορμή το μουντιάλ και τους ολυμπιακούς αγώνες έχουν να κάνουν με το πού είναι χτισμένες κάποιες από αυτές τις παραγκουπόλεις. Είναι σε περιοχές “φιλέτα”, σε πλαγιές πανέμορφες δίπλα και μέσα στο τροπικό δάσος, με σπάνια θέα στους ωκεανούς. Εδώ και καιρό, αυτός ο πόλεμος που βαφτίστηκε “πόλεμος ενάντια στο ναρκεμπόριο” μαίνεται πιο σκληρός από ποτέ, τα θύματα (κυρίως άμαχος πληθυσμός) πολλαπλασιάζονται και οι αστυνομικές δυνάμεις λειτουργούν με τρόπο εξόφθαλμα αντισυνταγματικό, ακόμα και για τους δικούς τους όρους. Μόνο στην επιχείρηση στις φαβέλες του Αλεμάου στα τέλη του 2010 για την ανακατάληψη της περιοχής από τους έμπορους ναρκωτικών σκοτώθηκαν πάνω από 45 άτομα (χωρίς να συμμετέχουν όλοι στις συγκρούσεις), ενώ από 2008 μέχρι το 2010 ο αριθμός των νεκρών από τον εσωτερικό αυτό πόλεμο που έχει ξεσπάσει στις φτωχογειτονιές είναι πάνω από 1500. Ο πληθυσμός των παραγκουπόλεων δέχεται μία βίαιη σταδιακή έξωση με στόχο τον εξευγενισμό των περιοχών υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος, για να αξιοποιηθούν αργότερα εμπορικά και να κατοικηθούν από τις ανώτερες τάξεις. Αυτό που συμβαίνει στον απόηχο της προετοιμασίας των μεγάλων αθλητικών γεγονότων είναι μια μορφή γενοκτονίας που υπόκεινται οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων, μια αιματηρή διαχείριση κομματιών του φτωχού πληθυσμού που περισσεύουν από τα σχέδια των επενδυτών, ένα σπρώξιμο προς τα μέσα κατοίκων για να χωρέσουν και άλλα οικονομικά θαύματα στην “πόλη των θαυμάτων”. Και γίνεται με όλα τα μέσα: όπλα, εξώσεις, εκφοβισμούς, εκκενώσεις κατειλημμένων περιοχών και κτηρίων, κόψιμο ηλεκτροδότησης, τείχη που περιορίζουν την περαιτέρω επέκταση μιας φαβέλας και άλλα. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνεργοί στην ίδια επιχείρηση, οι διάφορες ΜΚΟ που εμφανίζονται και δραστηριοποιούνται στις περιοχές, με κοινωνικό προφίλ εξ αριστερών, οι οποίες εκτός από τη δουλειά της σκούπας που καλύπτει τα ίχνη της αιματοχυσίας έχουν και το ρόλο της χαρτογράφησης της περιοχής και των κατοίκων, το ρόλο του μόνιμου ρουφιάνου. Ο πολιτιστικός όμιλος Afroreggae που προωθεί την ένταξη και την κοινωνική δικαιοσύνη κλπ κλπ και συμμετείχε σε ρόλο διαμεσολαβητή στις συγκρούσεις του Αλεμάου είναι μία από αυτές.

Οι εκκενώσεις παραγκουπόλεων εν όψει των αγώνων δε είναι φαινόμενο που εντοπίζεται μόνο στο Ρίο φυσικά. Στο Σάο Πάολο (συνδιοργανώτρια πόλη του μουντιάλ) επίσης πραγματοποιείται εκδίωξη κατοίκων φτωχογειτονιών με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σφαγή στο Πινεϊρίνιο το Γενάρη, όπου περίπου 2.000 μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας, υπό την κάλυψη δύο στρατιωτικών ελικοπτέρων και με τη χρήση τεθωρακισμένων αρμάτων κατέλαβαν ένα οικόπεδο 1.380.000 τ.μ. που ανήκει στον επιχειρηματία και υπόδικο για οικονομικά εγκλήματα και διαφθορά Νάτζι Ναχάς και την εταιρεία του Selecta, αφήνοντας πίσω τους αγνώστου αριθμού νεκρούς και τραυματίες. Στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιούνται και  στις φαβέλες του Μπέλο Οριζόντε, του Πόρτο Αλέγκρε, της Φορταλέσα και άλλων πόλεων

Οι όροι κάθαρσης του συγκεντρωμένου πληθυσμού στο Αθηναϊκό κέντρο

Η περιοχή οπού βρίσκεται τεχνηέντως συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού της Αθήνας. Αφ' ενός η μαύρη εργασία δεσμεύει την καθημερινότητα και τις μετακινήσεις τους εκεί πέρα, καθώς είναι ο μόνος κλάδος που πλέον μπορεί να τους απορροφήσει ενώ ταυτόχρονα κάτι τέτοιο να είναι προς το συμφέρον των νόμιμων και παράνομων αφεντικών. Εδώ και καιρό, παράλληλα με την προπαγάνδα για το αδιαχώρητο του κέντρου της Αθήνας, που παρουσιάζει την βίαιη πραγματικότητα σαν ένα αποτέλεσμα από κάποιον εξωγενή, κάποιον ξένο παράγοντα και όχι σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών ανισοτήτων, οργανώνονται αγοραπωλησίες από μεγαλοεργολάβους που αποκτούν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα για να αναπλάσουν στα μέτρα τους την πόλη. Έχουμε αναφερθεί ξανά σε αυτό το ζήτημα στο τεύχος 6 των μαντάτων, εξετάζοντας την διαχείριση του σε σχέση με τον παράγοντα της άκρας δεξιάς. Επίσης στο επόμενο από αυτό τεύχος, του Ιούνη του '11, υπάρχει ένα άρθρο ανάλυσης του οικονομικό-πολιτικού διακυβεύματος της εκκαθάρισης του κέντρου. Παραπέμπουμε σε αυτά τα δύο άρθρα για να εξετάσουμε στη συνέχεια τη νομική κάλυψη για τις επιχειρήσεις εκτόπισης των μεταναστών από τις πρόσκαιρες κατοικίες τους.

Σε αντίθεση με την πραγματικότητα της Βραζιλίας, όπου και οι παραγκουπόλεις αποτελούν μία λύση, κατά κάποιο τρόπο, που έχει βρεθεί από τους φτωχούς για να καλύψουν τουλάχιστον την ανάγκη τους για στέγαση, στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν κελιά επί πληρωμή. Μιλάμε για τα “σπίτια τρώγλες” όπως έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά από τα ΜΜΕ. Μιλάμε για διαμερίσματα που νοικιάζονται κατά κεφαλή και με ημερήσια ταρίφα σε μετανάστες. Αντί βέβαια η δημόσια συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από τη βαναυσότητα αυτού του εκβιασμού, περιστρέφεται γύρω από τις υγειονομικές συνθήκες που επικρατούν μέσα σε αυτά τα σπίτια που προφανώς και είναι ανάλογες της υποτίμησης που έχουν υποστεί οι μετανάστες.

Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για έναν τρόπο στέγασης που ορίζεται ολοκληρωτικά από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Οι μετανάστες και μετανάστριες, μη έχοντας χρόνο να εγκατασταθούν σε μια πραγματικότητα και να βρουν μία γωνία απ' όπου και θα ζήσουν, οδηγούνται στην πιο εφήμερη των λύσεων. Το στήσιμο μιας παράγκας μπορεί στη Βραζιλία να οριστεί σαν ένα κομμάτι μιας κάποιας “λαϊκής κουλτούρας”, που είναι δηλαδή κάτι το κοινωνικό, κάτι αυστηρά ταξικά προσδιορισμένο και τέλος κάτι το διαφυλετικό καθώς είναι κοινό κτήμα τόσο βραζιλιάνων όσο και μεταναστών φτωχών. Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα είναι εκ διαμέτρου αντίθετο αναφορικά με τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του αλλά και το συμφέρον όσων στεγάζονται με αυτό τον τρόπο. Αρχικά δε μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκό, καθώς αφορά μόνο όσους εξαιρούνται από την έννοια του “λαού”, και δη του ελληνικού, που επικαλείται τόσο η χρυσή αυγή όσο και ο σύριζα και όλο το υπόλοιπο φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής. Επιπλέον αυτά τα κοινωνικά κομμάτια δεν είχαν την ευκαιρία να ριζώσουν, ας πούμε, σε μια γειτονιά, όπως συνέβαινε με τους μετανάστες των παλαιότερων κοινωνικών κρίσεων. Αν οι παραγκουπόλεις χρειάστηκαν ορισμένα χρόνια και ορισμένα παρατημένα στρέμματα γης για να αναπτυχθούν, αυτά στην Αθήνα δεν υπάρχουν. Έτσι οι μετανάστες, αντί να χτίσουν ένα κατάλυμα, οδηγούνται από το ένα σπίτι στο άλλο για να καταλήξουν σιγά σιγά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Για αυτή την τελευταία μετάβαση λοιπόν ψηφίζεται ένας νόμος που καθιστά τα σπίτια τρώγλες παράνομα, λόγω του ότι αποτελούν κίνδυνο για την δημόσια υγεία σαν εστίες μόλυνσης. Για την ώρα δεν έχει εφαρμοστεί ευρύτερα, παρά μόνο με έναν θεαματικό τρόπο κατά την προεκλογική περίοδο, οπότε και μια επιχείρηση που στήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη 33 μεταναστών που πήγαν για απέλαση και ενός Έλληνα μεσάζοντα που εισέπραττε την ημερήσια ταρίφα. Για την επιχείρηση συνεργάστηκαν η Ελληνική Αστυνομία, το ΣΔΟΕ ο Δήμος Αθηναίων και το ΚΕΕΛΠΝΟ.
Ο πόλεμος αυτός όμως μπαίνει με πολλούς τρόπους στην καθημερινότητα των καταπιεσμένων. Μια άλλη πτυχή της συγκεκριμένης διαχείρισης είναι ένα ναρκωτικό που ονομάζεται σίσα. Είναι ένα φτηνό ναρκωτικό, που μπορεί κάποιος που θα αποκτήσει τις γνώσεις και το κίνητρο του εθισμού να το παρασκευάσει μόνος του από απορρυπαντικό και υγρό μπαταρίας. Η τακτική του χρήση μπορεί να διαλύσει ένα νεαρό σώμα μέσα σε τρεις μήνες. Απ' ότι μαθαίνουμε το συγκεκριμένο ναρκωτικό κάνει θραύση στους έφηβους μετανάστες. Είναι χαρακτηριστικό, το ότι αυτό το ναρκωτικό εμφανίζεται με παραπλήσιες συνταγές παρασκευής και διάφορες παραλλαγές ονόματος σε παραγκουπόλεις σε όλον τον κόσμο. Δε θεωρούμε πως κατά τύχη είχαν παντού την ιδέα να μπλέξουν αυτά τα υλικά και να δοκιμάσουν το αποτέλεσμα. Δεν θα ανακαλύψουμε όμως και μια καταστροφική παγκόσμια συνωμοσία, έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Εμείς κρατάμε τα σωματικά αποτελέσματα και την πολιτική αποτελεσματικότητα της διάδοσης της χρήσης του και το πικρό συναίσθημα που συνοδεύει τη σκέψη ότι για ορισμένες μερίδες του νέου πληθυσμού, κάτι τέτοιο αποτελεί μια από τις ελάχιστες -για κάποιους ίσως και τη μοναδική- διέξοδο από ένα καθεστώς καθημερινής ολοκληρωτικής βαρβαρότητας.



[1]    Ο εκφυλισμός των πόλεων και το άτυπο προλεταριάτο, Mike Davis, (2004)

[2] Όπως προκύπτει από την έρευνα thechallengeofslums του UNHabitat (2003)

[3]              Στις αγροτικές κοινότητες της Βραζιλίας έχει αναπτυχθεί ένα σύνολο από πρακτικές αυτοκατασκευής, το λεγόμενο mutirao, στις οποίες ολόκληρη η κοινότητα συμμετέχει καθώς προγραμματίζει και εκτελεί σύμφωνα με τις ατομικές δεξιότητες του καθένα και της καθεμιάς στόχους που αποφασίζονται κοινά. Αυτή η πρακτική μεταφέρθηκε, σε διάφορες περιπτώσεις, και στις πόλεις όταν οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων ξεκίνησαν να διεκδικούν την εκ νέου στέγασή τους.

[4]    Στίχοι που τραγουδιούνται από το Τάγμα Ειδικών Επίχειρήσεων (BOPE) στο Ρίο κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.

[5]    Ένα πολυ γνωστό το MTST (Movimento dos Trabajadores sem Teto, κίνημα των εργατών χωρίς στέγη) που δραστηριοποιείται σε Σάο Πάολο, Νορντέστε, Ρίο ντε Τζανέιρο.

Παλιά Μαντάτα: Σχετικά με την ελληνικότητα της Θεσσαλονίκης

"…/ σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει/ και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες και ανοίξανε πόρτες και παράθυρα με εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές/ ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες και οι φανφάρες και οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές/ πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες/ τότε, θυμάσαι που μου λες: ετέλειωσεν ο πόλεμος/ Όμως ο πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμα/ γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ."
απόσπασμα από το ποίημα "Ο Πόλεμος" του θεσσαλονικιού Μανόλη Αναγνωστάκη

Λέγεται συχνά ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές. Η πραγματικότητα αυτής της πόλης το επαληθεύει, καθώς οι ιστορίες με τις οποίες όλοι έχουν μεγαλώσει είναι οι ιστορίες από τη γωνία αυτών που επιβλήθηκαν. Τα τραγουδάκια στο σχολείο για την ξακουστή Μακεδονία που έδιωξε τους βάρβαρους και τώρα είναι ελεύθερη δεν είναι καθόλου αθώα. Είναι ανατριχιαστικά. Είναι η καθοδηγημένη εμπέδωση αυτής της θέσης του προνομιούχου, του κυρίαρχου, της εθνικιστικής ιδεολογίας που ήταν αναγκαία για την επιβολή αυτής της ελληνικότητας και όχι για την επαναφορά της όπως πολλοί υποστηρίζουν. Όμως υπάρχει και η ιστορία των από τα κάτω, την οποία θέλουμε να βοηθήσουμε να μην ξεχαστεί. Μια ιστορία που δεν είναι αφαιρετική, ούτως ώστε να φέρει την πραγματικότητα στα μέτρα της, είναι όμως ελλιπής καθώς δεν έμειναν και πολλοί για να την μοιραστούν. Μια ιστορία που μας βοηθά να αποδομήσουμε την κυρίαρχη εκδοχή της πραγματικότητας.

Από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη αποτελούσε τον ορισμό της πολυεθνικής πόλης, ενώ προσήλκυε και πολλά μεταναστευτικά ρεύματα φτωχών αγροτών από όλη την αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια. Από εκείνα κιόλας τα χρόνια πολλοί πόλεμοι έγιναν για τον έλεγχο αυτού του ξακουστού και δραστήριου λιμανιού της βαλκανικής. Μέχρι και την κατάκτηση της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1912, οι εθνικότητες σε αυτή, όπως και σε όλη την Μακεδονία αποτελούσαν ταξικές ταυτότητες, κατέτασσαν δηλαδή τους ανθρώπους της σε ομάδες διαφορετικών συμφερόντων όπως αυτά εξασφαλίζονταν αντίστοιχα από το πατριαρχείο, την υψηλή πύλη και τη βουλγαρική εξαρχία. Αυτοί ήταν και οι φορείς ισχύος της εποχής, που η εξουσία τους δεν ήταν μόνο θρησκευτική αλλά και κοσμική. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο σουλτάνος είχε αναγνωρίσει τη δυναμική αυτών των πόλων και την είχε μάλιστα αξιοποιήσει. Χωρίζοντας τα εδάφη της αυτοκρατορίας ανά περιοχές θρησκευτικής επιρροής, είχε δομήσει ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτοδιοίκησης οπού ο εκάστοτε φορέας ισχύος ήταν επικεφαλής, κάνοντας το έργο του ελέγχου των δραστηριοτήτων, μιας τόσο πολυπολιτισμικής κοινωνικής βάσης απλωμένης σε μια τόσο μεγάλη έκταση, δυνατό. Αυτός ήταν ένας διαχωρισμός από τα πάνω ο οποίος, σαν τέτοιος, δεν όριζε εξ’ ολοκλήρου τις ζωές, τις σχέσεις και τις συνειδήσεις των από τα κάτω. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι άλλαζαν θρησκεία ούτως ώστε να έχουν διαφορετικά συμφέροντα, πράγμα που κάνει την επίκληση στην ελληνικότητα και την καθαρότητά της ακόμη πιο αβάσιμη.

Το γεγονός βέβαια ότι η πόλη αυτή λέγεται και αναγνωρίζεται ως ελληνική δεν οφείλεται μόνο στην στρατιωτική της κατάκτηση από το νεοσύστατο και υπερφιλόδοξο τότε ελληνικό κράτος κατά τους βαλκανικούς πολέμους, αλλά και σε μία σειρά καταστάσεων εθνικού κοσκινίσματος από τα πάνω και φαινομένων κοινωνικού κανιβαλισμού οπού το ένα πληθυσμιακό κομμάτι επιβαλλόταν δια της βίας πάνω στο άλλο. Για να λέγεται δηλαδή ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης έλληνας, έπρεπε να εξαφανιστούν από την πόλη όλα αυτά τα κομμάτια που δεν είχαν σαν σημείο αναφοράς αυτή την εθνικότητα, δηλαδή αυτή την ταξική θέση.


Πρώτο χαρτί του ελληνικού κράτους και του εθνικισμού του, για την εξασφάλιση της κυριότητας πάνω στη Μακεδονία, ήταν ένα πρόγραμμα οργανωμένης τρομοκρατίας με επικεφαλής τον κρατικό υπάλληλο, ή αλλιώς πράκτορά του, Παύλο Μελά. Η οργάνωση συμμορίτικων ομάδων και η μίσθωση ήδη υπαρκτών με σκοπό τον αφανισμό των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας είχε σαν στόχο την εξάλειψη της κοινωνικής βάσης του αντίστοιχου βουλγάρικου εθνικισμού αλλά και την κοινωνικοποίηση της μελλοντικής εθνικής ταυτότητας. Οι εθνικές συμμορίες συνεργάστηκαν σε πρώτη φάση με το κίνημα των Νεότουρκων, που αναπτύχθηκε μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τον περιορισμό της βουλγάρικης επέκτασης, για να βρεθούν ύστερα απέναντι λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων.


Όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Θεσσαλονίκη, καταγεγραμμένοι σαν έλληνες ήταν μόνο οι 40 από τις 158 χιλιάδες κόσμου. Στην Μακεδονική της περιφέρεια εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν ολόκληρα χωριά με βουλγάρικο πληθυσμό ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις σφάχτηκε. Βέβαια η υπόθεση της εθνικής κάθαρσης δεν τελείωνε εκεί.

Στο ιστορικό διάστημα που συνδέει τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι και το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου, ήταν η σειρά του ελληνικού πληθυσμού συμβάλλει σε αυτή την διαδικασία κάθαρσης. Προφανώς και αυτές οι τόσο γρήγορες μεταβολές και οι συνεχείς αιματηροί πόλεμοι, θα ανατάρασσαν τις κοινωνικές ισορροπίες, τόσο στο επίπεδο της επιβίωσης, της κατανομής του πλούτου και των παραγωγικών μέσων όσο και στο επίπεδο των ιδεολογικών και ηθικών σημείων αναφοράς. Έτσι ξεκίνησε μια σειρά άτυπων “εμφυλίων” πολεμικών καταστάσεων μεταξύ των αγροτών της Μακεδονικής περιφέρειας από τις οποίες συνολικά 140 χιλιάδες περίπου μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού οι επιθέσεις σε βάρος τους, οι καταστροφές και οι λεηλασίες των περιουσιών τους, τους έκαναν το βίο αβίωτο. Χαρακτηριστικό είναι πως σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους διωγμούς έπαιξαν κάποιοι άλλοι εκδιωγμένοι. Οι 20 χιλιάδες έλληνες μετανάστες από τη Θράκη. Ο επεκτατισμός των κρατών της ευρύτερης περιοχής και οι πολεμικές συρράξεις εσωτερικεύουν την βία στα κατώτερα κοινωνικά κομμάτια τα οποία οδηγούνται στην αλληλοεξόντωση για να εξασφαλίσουν, με απόλυτο και γρήγορο τρόπο την επιβίωσή τους. Μέσα στη Θεσσαλονίκη συνέβησαν ανάλογα φαινόμενα που οδήγησαν στη μετανάστευση άλλων 15 χιλιάδων μουσουλμάνων.

Μετά την αποτυχία της επεκτατικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους στη Μ. Ασία, γνωστή σαν “καταστροφή”, συνέβη μία από τις πιο απολυταρχικές μεθόδους διαχείρισης πληθυσμών στην σύγχρονη ιστορία. Τα παζάρια για το επισφράγισμα της ειρήνης μεταξύ του ελληνικού και του τούρκικου κράτους επέφεραν την ανταλλαγή 1,5 εκατομμυρίου χριστιανών με μισό εκατομμύριο μουσουλμάνων. Πέρα από το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο το ελληνικό κράτος γέμισε με φθηνά εργατικά χέρια, κατάφερε να φτάσει ένα βήμα πιο κοντά στην εξασφάλιση του αδιαμφισβήτητου της εθνικής του κυριαρχίας πάνω στην τελευταία του ασφαλή κατάκτηση.

Μία κοινότητα έμενε μόνο, η εβραϊκή, η πολυπληθέστερη της πόλης. Να ξανατονίσουμε βέβαια ότι αυτή η λέξη, κοινότητα, είναι αρκετά σχετική καθώς συμπεριλάμβανε τόσο τους εμπόρους που οργάνωναν τα οικονομικά τους συμφέροντα και ασκούσαν ανάλογη πολιτική, όσο και τους φτωχότερους πληθυσμούς οι οποίοι φυσικά αποτελούσαν και την πλειοψηφία. Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του ‘17 την οποία ο Βενιζέλος, ανοιχτά πολέμιος της εβραϊκής κοινότητας, χαρακτήρισε σαν θείο δώρο, ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, αυτός που πλήγηκε περισσότερο, εκτοπίστηκε από το κέντρο μέσω της απαλλοτρίωσης των καμένων εδαφών από το ελληνικό κράτος. Πέρα από την οικονομική καταστροφή, ο εβραϊκός πληθυσμός έπρεπε να αντιμετωπίσει και την γκετοποίηση με τη μεταφορά του σε συγκεκριμένες γειτονιές. Μετά από αυτό ακολούθησαν περισσότερες από δέκα παρακρατικές και παραστρατιωτικές ομάδες όπως η τρία έψιλον, οι οποίες με τη συνδρομή της προπαγάνδας του τύπου και την πολιτική αναγνώριση με την οποία επιβραβεύτηκαν για το έργο τους μέσα στη βουλή συνέχισαν το έργο της περιθωριοποίησης. Αποκορύφωμα της δράσης τους η επίθεση 2000 ελλήνων φασιστών στο φτωχό εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ και ο εμπρησμός του το καλοκαίρι του 1931. Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του '33 οι εβραίοι μαγαζάτορες έκλεισαν τα καταστήματα τους σε διαμαρτυρία προς τα αντισημιτικά μέτρα της ναζιστικής Γερμανίας και οι οργανωμένοι έλληνες φασίστες, έκαναν πορεία στην εμπορική συνοικία χαιρετώντας ναζιστικά και γεμίζοντας τους τοίχους με αγκυλωτούς σταυρούς. Η κάθαρση ολοκληρώθηκε κατά την γερμανική κατοχή με την γενοκτονία 55 χιλιάδων εβραίων που στάλθηκαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Μια κίνηση που αντιμετώπισε μηδαμινή αντίσταση από τους παράγοντες της πολιτικής ζωής στον ελλαδικό χώρο.

Τα επιχειρήματα και οι πτυχές της ιστορίας αυτής της διαδικασίας ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε όσα γράφονται σε αυτό το άρθρο. Αυτή η κάπως άγαρμπη σύνθεση των αιματηρών στιγμών της ιστορίας της έχει σαν σκοπό να μπουν ορισμένα επιχειρήματα στο τραπέζι, ανταγωνιστικά τόσο προς την εθνικιστική παπαγαλία που ξεδιπλώνεται από την ακροδεξιά μα και από ολόκληρο το φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής, όσο και προς τις φανταχτερές φιέστες και τα επιχειρηματικά σχέδια εμπνεύσεως του Μπουτάρη, του εκπροσώπου της επιχειρηματικής τάξης αυτής της πόλης. Σκοπός μας δεν είναι μια εύπεπτη περίληψη των γεγονότων αυτών και των καταστάσεων που τα παρήγαγαν. Θέλουμε να μοιραστούμε ορισμένα σημεία αναφοράς για την αυτομόρφωση και την ενίσχυση της συλλογικής μας μνήμης. Θέλουμε να εξωτερικεύσουμε την δικιά μας ερμηνεία στο στιχάκι “που έδιωξες τους βάρβαρους και 'λεύτερη είσαι τώρα”. Η ιστορία αυτής της πόλης μπορεί να είναι γραμμένη στα ελληνικά αλλά η πένα έχει βουτηχτεί στο αίμα χιλιάδων ανθρώπων που δε χωρούσαν στην ταυτότητα που τα νέα της αφεντικά ήρθαν για να επιβάλλουν.

Μίλησε κανείς για ανομία;

Δύο τρία στοιχεία παραπάνω, ορισμένοι λάθος επικοινωνιακοί χειρισμοί και να… Η αφρόκρεμα της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης παίρνει το δρόμο για τα δικαστήρια. Η λεγόμενη μαφία του Θερμαϊκού δεν αποτελεί μια θλιβερή εξαίρεση διαφθοράς όπως πολλοί θέλουν να την παρουσιάσουν. Είναι μία καλύτερα οργανωμένη εκδοχή του εκβιασμού και της εκμετάλλευσης, μια ξεκάθαρη απόδειξη του ότι σε αυτό το μέρος της γης, όπως βέβαια και σε πάρα πολλά άλλα μέρη, ο νόμος δεν είναι μια ηθική σταθερά, αλλά ένα συμβόλαιο δύναμης. Ορίζει δηλαδή το ποιοι μπορούν να τον παραβαίνουν με μικρότερο κόστος. Γιατί το κόστος που πληρώνουν σε σχέση με αυτό που αντιστοιχεί σε όσους βρίσκονται σε δυσχερέστερη θέση απέναντι στο νόμο είναι πραγματικά μικρό. Μάλλον δεν αξίζει να πιαστούμε με ονόματα. Αν κάτι θα θέλαμε να μείνει, είναι οι “άκρες” αυτής της μαφίας, αυτού του συνόλου ανθρώπων που τους ένωσε το ασυγκράτητο πάθος τους για την τοκογλυφία, το πούλημα προστασίας, την επιχειρηματικότητα της νύχτας. Έχουμε και λέμε λοιπόν… Σώμα δίωξης οικονομικού εγκλήματος, ΕΡΤ3, Περιφέρεια Θεσσαλονίκης, alpha bank, τράπεζα Πειραιώς, πανελλήνια τράπεζα, φυλακές Κασσάνδρας, ΠΑΕ ΠΑΟΚ, ΛΑ.Ο.Σ και φυσικά πολλά και διάφορα γνωστά νυχτερινά κέντρα. Η δράση της μαφίας πλαισιωνόταν και από επώνυμους γιατρούς και δικηγόρους (πχ τον πρώην δικηγόρο του Γιοσάκη) όπως και πρώην αστυνομικούς. Λίγο αργότερα βγήκε στη φόρα και η “πνευματική” της σύνδεση με τον γέροντα Εφραίμ της Μονής Βατοπεδίου, αλλά και με το Μάκη Ψωμιάδη ο οποίος φρόντιζε να τους βρίσκει πελατεία. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι υπάρχουν και άλλα παραδείγματα του τελευταίου καιρού που μας γλιτώνουν από τον κόπο να γεμίζουμε σελίδες με αναλύσεις και επιχειρήματα για το κρατικοποιημένο οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα, όπως η περίπτωση του Τσοχατζόπουλου, η σπείρα στο ΙΚΑ Καλλιθέας, η περίπτωση ενός 55χρονου ιδιοκτήτη εταιρίας security που θεωρείται εγκέφαλος ενός δικτύου λαθρεμπορίας τσιγάρων και δηλώνει πρώην συνεργάτης της ΕΥΠ, η ηθική βλάβη απέναντι στο ελληνικό δημόσιο, όπως συγκεκριμένα χαρακτηρίστηκε – και με αυτό τον τρόπο βολεύτηκε στα δικονομικά αρχεία – η υπόθεση της siemens Ελλάδος και των ελληνικών ομολόγων και πάει λέγοντας. Μια θεσούλα στον κρατικό μηχανισμό και η δύναμη που αυτή σου εξασφαλίζει, ή τα κατάλληλα κονέ με μεγαλοαφεντικά και “τσαχπίνηδες” επιφανείς πολίτες, βοηθάνε λίγο παραπάνω αν θέλει κανείς να δραστηριοποιηθεί στο κερδοφόρο πεδίο της νύχτας.

Η μάνα του Χίτλερ είναι πάλι έγκυος (του Πολύκαρπου Γεωργιάδη)

«Είναι μεγάλη ασέβεια για την πόλη/ να παρατήσει ικέτες ξένους/ που έχουν στους βωμούς της», Ευριπίδης: “Ηρακλείδαι”

Στην προσπάθειά της ν’ αλλάξει την προεκλογική πολιτική ατζέντα, η σοσιαλ-φιλελεύθερη συμμαχική κυβέρνηση, με τις πλάτες της άκρας δεξιάς και την ανοχή των πασόκων με πολιτικά ΔΗΜ.ΑΡ. (δημοσκοπική αριστερά), έχει εξαπολύσει ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών εναντίον των οικονομικών μεταναστών και των πολιτικών προσφύγων που ζούνε το μύθο τους στην Ελλάδα…

Οι μετανάστες στοχοποιούνται και δαιμονοποιούνται, με σκοπό την ενεργοποίηση των πλέον οπισθοδρομικών και συντηρητικών αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας, εκείνων των αντανακλαστικών δηλαδή που στη θέση του ταξικού μίσους για την οικονομική και πολιτική ελίτ που λεηλατεί τις ζωές μας, τοποθετεί την ψευδή συνείδηση της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του εθνικισμού. Κι έτσι, όχι μονάχα οι γνωστοί φασίστες και οι πάσης φύσεως ελληναράδες, αλλά και απορποσανατολισμένοι προλετάριοι, μέχρι και αρκετοί «νόμιμοι» μετανάστες, συνδιαμορφώνουν το κλίμα εξόντωσης των “λαθρό”-μεταναστών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του προέδρου των αλβανών μεταναστών στα Τρίκαλα Β. Ντίμπρα, που σ’ ένα μικροαστικό παραλήρημα ξενοφοβίας (!) αλλά και ασχετοσύνης σχετικά με τα πραγματικά αίτια που γεννούν την ανεργία, δηλώνει:

«Η οικονομική κρίση που περνάει η Eλλάδα, μας έχει επηρεάσει όλους… Χάνουμε μεροκάματα και βρισκόμαστε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Άνθρωποι που ήρθαμε και εγκατασταθήκαμε στην Ελλάδα, ακολουθήσαμε όλες τις νόμιμες διαδικασίες, στείλαμε τα παιδιά μας στα σχολεία, βρισκόμαστε τώρα στο χείλος του γκρεμού και στα όρια της επιβίωσης… Για τις ελάχιστες δουλειές που υπάρχουν πια, προτιμούν όλοι τους λαθρομετανάστες, κυρίως από Πακιστάν και χώρες της Ασίας και της Αφρικής, οι οποίοι παίρνουν χαμηλά μεροκάματα. Δε μπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση». (tarantula: “η ιστορία επαναλαμβάνεται αλλά η μνήμη είναι κοντή”, Άπατρις τ.17)

Όταν ένας μετανάστης ζητά την απέλαση των “λαθρομεταναστών” και ο “κοινωνικός αυτοματισμός” παίρνει τη θέση της ταξικής αλληλεγγύης, τότε η κοινωνική σύγχυση έρχεται να δημιουργήσει τις φενακισμένες συνειδήσεις και τα μαχαίρια βγαίνουν (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Ενδεικτικές αυτής της σύγχυσης είναι και οι δηλώσεις στελέχους της ναζιστικής γκρούπας “Χρυσή Αυγή” σε αστική εφημερίδα, στις οποίες κατηγορεί τους Αλβανούς για οπορτουνισμό, επειδή δεν αποφασίζουν με ποιανού το μέρος είναι!!

Σ’ αυτό το κλίμα, λοιπόν, ο σοσιαλ-φασίστας αμερικανοτσολιάς Μ. Χρυσοχοϊδης ξεκινά εν μέσω προεκλογικής περιόδου πογκρόμ εναντίον των μεταναστών, με “επιχειρήσεις σκούπα” και δημιουργία πάνω από 30 “κέντρων φιλοξενίας”. Και ιδού το θαύμα της εξουσιαστικής οργουελιανής νέο-γλώσσας: πρώτα εμμέσως πλην σαφώς αποκαλείς τους ανθρώπους σκουπίδια κι αφού τους σκουπίσεις τους “φιλοξενείς” στους κάδους απορριμμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης! Φιλοξενία με σεκιουριτάδες μέσα και ένοπλους μπάτσους έξω! Φιλοξενία με ειδικό συρματόπλεγμα τύπου ΝΑΤΟ, ύψους τριών μέτρων, που εάν κάποιος προσπαθήσει να το διαπεράσει θα διαμελιστεί!

Το πογκρόμ έρχεται να προστεθεί στην ανέγερση ειδικού φράχτη στον Έβρο, για τη δημιουργία της Ελλάδας φρούριο, αλλά και στις “παραδοσιακές” και δοκιμασμένες μεθόδους δικαστικών και εξωδικαστικών λιντσαρισμάτων, από τις νόμιμες ή τις παρακρατικές αρχές: όπου δε φτάνει το γκλόμπ του μπάτσου φτάνει ο σουγιάς του φασίστα…

Ως αντιεξουσιαστές πρέπει να απαντήσουμε σ’ αυτό το ρατσιστικό ντελίριο, όχι με τον αστικό κοσμοπολιτισμό της αριστεράς του κεφαλαίου και τον συνακόλουθο “αντί”-ρατσισμό του θερμοκηπίου, αλλά με τον προλεταριακό διεθνισμό και τον διαρκή κοινωνικό-ταξικό πόλεμο εναντίον του κεφαλαίου και του κράτους του. Όσοι ζούμε στον πραγματικό κόσμο και όχι στα ροζ συννεφάκια του επιφανειακού ανθρωπισμού, δε μπορούμε καθόλου να αγνοούμε την τραγική κατάσταση στις φτωχογειτονιές της Αθήνας και όχι μόνο. Δεν μπορούμε να αγνοούμε το κράτος του φόβου που δημιουργεί η εμφύλια παραβατικότητα, η οποία στρέφεται εναντίον των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και όχι εναντίον των πλουτοκρατικών παρασίτων. Δε μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό το αυτοενισχυόμενο σπιράλ φόβου, εξαθλίωσης, παραβατικότητας, φτώχειας και ξενοφοβίας, που προκύπτει από τους πραγματικούς υλικούς όρους ύπαρξης του καπιταλισμού, χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο και το κράτος του ως χρήσιμο εργαλείο της ταξικής διαίρεσης και αλληλοφαγώματος. Είδαμε μάλιστα την ιστορία να επαναλαμβάνεται και με τη χρήση εξαθλιωμένων μεταναστών ως απεργοσπαστικό μηχανισμό: όπως τον 19ο αιώνα τα αφεντικά των ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τους μαύρους εργάτες ως απεργοσπάστες με σκοπό τη διέγερση των ρατσιστικών αντανακλαστικών του αμερικάνικου προλεταριάτου, έτσι και το ελληνικό κράτος προσπάθησε να σπάσει την απεργία των εργαζομένων της καθαριότητας με τη χρήση ιδιωτικών συνεργείων, στα οποία εργάζονταν εξαθλιωμένοι και ανασφάλιστοι μετανάστες. Το κεφάλαιο προσπαθεί με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές αντιφάσεις του προλεταριάτου, τροφοδοτώντας τον “κοινωνικό αυτοματισμό” του ρατσισμού.

Γι αυτό και ο επιφανειακός ανθρωπισμός του αντιρατσισμού είναι τουλάχιστον ανεπαρκής. Ο πραγματικός ανθρωπισμός, έλεγε ο Μάρξ, προϋποθέτει το μίσος για τους εχθρούς της ανθρωπότητας. Βαθύς ανθρωπισμός είναι το ταξικό μίσος εναντίον όλων όσων με την οικονομική και εξω-οικονομική βία, με τη φτώχεια και τους πολέμους, οδηγούν του ανθρώπους στην απόγνωση και την εξαθλίωση, τους εξωθούν στην αυτοταπείνωση και την παραβατικότητα. Και στον ίδιο φαύλο κύκλο, άλλοι άνθρωποι εξωθούνται, λόγω των πραγματικών προβλημάτων που βιώνουν και της άγνοιας τους για τα πραγματικά αίτια αυτών των προβλημάτων, στην ξενοφοβία και την αγκαλιά των ταξικών τους εχθρών (της αστυνομίας ή της ακροδεξιάς φράξιας του κεφαλαίου).

Εδώ ελλοχεύει και ο κίνδυνος ενός αντίστροφου ρατσισμού απ’ τη μεριά μας, που δαιμονοποιεί τσουβαληδόν τους “Έλληνες”, σε μια –απ’ την ανάποδη- εθνική ενότητα δίχως ταξικές διακρίσεις. Η λύση δεν είναι ένα απλό αναποδογύρισμα του ρατσισμού!
Να προτάξουμε την αγωνιστική ενότητα του ελληνικού και μεταναστευτικού προλεταριάτου, να προτάξουμε τον επαναστατικό διεθνισμό των εκμεταλλευομένων και των καταπιεσμένων, να προτάξουμε τον κοινωνικό-ταξικό πόλεμο για το οριστικό ξερίζωμα των συνθηκών που ξεριζώνουν τους ανθρώπους…

Να στείλουμε “μετανάστες” στον αγύριστο τους κεφαλαιοκράτες και να “φιλοξενήσουμε” στα στρατόπεδα τους Χρυσοχοϊδηδες, τους Καρατζαφέρηδες και τους Μιχαλολιάκους! Για να νοιώσουν ότι ένοιωσε ο έγκλειστος στη Woomera μετανάστης: «Έφτασα στην Αυστραλία και ήμουν ευτυχισμένος. Μετά βρέθηκα φυλακισμένος σε ένα στρατόπεδο. Ξέχασα το όνομά μου, τον εαυτό μου, με φώναζαν νούμερο 813…»
Πολύκαρπος Γεωργιάδης, φυλακές Κέρκυρας, 2/4/2012

*η εικόνα είναι από συνάντηση του υ.προ.πο Χρυσοχοϊδη με εκπροσώπους μεταναστευτικών κοινοτήτων. Τώρα, κατά πόσο κάτι τύποι με γραβάτες και κοστούμια εκπροσωπούν όσους οδηγούνται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης… Αυτό είναι στην κρίση του καθενός.

Ανάγκες και συνειδήσεις…

Η απεργία στη Χαλυβουργία συνεχίζεται. Ακόμη μιλάμε για εργάτες που έχουν να αντιμετωπίσουν πραγματικά προβλήματα, για έναν αγώνα κομβικής σημασίας μπροστά την επέλαση των αφεντικών, για την ανάγκη για αλληλεγγύη και για την καλύτερη οργάνωσή της, για την επανοικειοποίηση της έννοιας των κοινών, των πολιτικών πραγμάτων. Σίγουρα για όσους θέλουν και έχουν τη διάθεση να στηρίξουν τον αγώνα, ο καιρός είναι ακόμη κρίσιμος για να το κάνουν, αν βέβαια τα καταφέρουν. Ένας εργαζόμενος της Χαλυβουργίας είχε πει σε μια εκδήλωση αλληλεγγύης πως οι χαλυβουργοί είναι διατεθειμένοι να συμμαχήσουν και με το διάβολο για να νικήσουν, ενώ όλοι τους λένε πως έχουν μάθει να ξεχωρίζουν τους εχθρούς από τους φίλους. Έχουμε όμως τις αμφιβολίες μας για αυτό. Στις 17/2, ένα τσούρμο χρυσαυγητών εμφανίζεται στις πύλες της χαλυβουργίας με τρόφιμα και ύφος ηρωικό. Όχι μόνο γίνεται δεκτή η ενίσχυσή τους, αλλά αφού πάρουν το μικρόφωνο και αραδιάσουν τις γνωστές τους εθνικιστικές αηδίες, ακούνε και το χειροκρότημα όπως και τις επευφημίες του προέδρου του σωματείου που λέει που τους στηρίζουν όλοι οι έλληνες. Λίγες μέρες μετά, μέσα στην κατακραυγή και σε μια ζούγκλα μαλλιών που έχουν πέσει από τους αλληλέγγυους, οι χαλυβουργοί βγάζουν μια ανακοίνωση για να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Οι ακροδεξιοί που στηρίζουν ανοιχτά τα συμφέροντα των αφεντικών, που μέσω του ρατσιστικού τους λόγου έχουν στρώσει το ιδεολογικό χαλί για την εργασιακή και κοινωνική υποτίμηση των, που έχουν βγάλει μέσω ενός πυρήνα τους στη Λάρισα επιθετικό λόγο απέναντι στη συγκεκριμένη απεργία, από πού κι' ως πού γίνονται αντιληπτοί σαν αλληλέγγυοι;

 

Οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο της coca cola 3Ε στη Θεσσαλονίκη προχωρούν σε μαχητική απεργία ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου. Όλα καλά μέχρι εδώ. Το πρόβλημα όμως το εντοπίζουνε στο ότι το εργοστάσιο θα πάει στη Βουλγαρία. Από τις αρχές της δεκαετίας του 90, πολλές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στα ρημαγμένα Βαλκάνια για να βρουν τα αφεντικά φτηνότερο εργατικό δυναμικό, η επεκτάθηκαν για να συσσωρεύσουν πλούτο και από άλλες αγορές. Αντί όμως να μιλήσουν οι εργάτες ενάντια στα αφεντικά για αυτή τους την τακτική, αντί να αναλογιστούν το γιατί μεταφέρεται το εργοστάσιο και το πόση περισσότερη εκμετάλλευση θα αντιμετωπίσουν οι εκεί εργάτες, γεμίζουν την πόλη με γελοία επιχειρήματα του τύπου “η βουλγάρικη coca cola θα είναι κατώτερη ποιοτικά της ελληνικής”. Δε θα ζητήσουμε από έναν άνθρωπο, που από το πουθενά χάνει τη δουλειά του, να καταστρώσει ένα επαναστατικό σχέδιο, πόσο μάλλον εάν δεν έχει αναπτύξει μια κουλτούρα αγώνα γιατί δεν τον πολυέκαιγε ο κώλος του μέχρι τώρα. Όμως από αυτό μέχρι την ιδεολογική στροφή στον οικονομικό εθνικισμό υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Με ένα ερώτημα ξεκινάμε το συλλογισμό μας, ένα ερώτημα που θα θέλαμε να μοιραστούμε και με τους ίδιους τους εργαζόμενους. Αυτά τα επιχειρήματα ποιους θα συγκινήσουν, ποιους θα θέλανε οι εργάτες να προσεγγίσουν τελικά;

 

Ένας 45χρονος, απολυμένος και άνεργος για κάποιους μήνες, μπουκάρει με ένα όπλο στο εργοστάσιο που δούλευε στην ΒιΠε Κομοτηνής και πυροβολεί το αφεντικό και έναν εργαζόμενο που ήταν μαζί του, ενώ κρατά 3 ομήρους για κάποιες ώρες θέλοντας με αυτό τον τρόπο να πάρει τη δουλειά του πίσω. Επιτέλους. Μια απάντηση στις ανισότητες, που η βιαιότητα της σοκάρει, μια ιστορία που θα απασχολήσει αρκετά μυαλά σε σχέση με το πως εξελίσσεται πλέον η κατάσταση. Όμως δε θα τρελαθούμε κιόλας, γιατί ούτε το πρώτο περιστατικό τέτοιου είδους είναι ούτε και το επίπεδο της βίας μπορεί να νοηθεί σαν ποιοτικό χαρακτηριστικό. Δεν είναι λίγοι αυτοί και αυτές που λένε ότι είναι “μαζί του” και πως έχει δίκιο επειδή είναι έλληνας άνεργος. Τα κοινωνικά αντανακλαστικά είναι τέτοια ακόμη που μπορεί κανείς να ταυτιστεί με κάποιον μόνο επειδή είναι έλληνας. Δεν είναι λίγοι οι αγώνες των μεταναστών που περιθωριοποιήθηκαν, δεν είναι λίγη η βία εναντίον μεταναστών που γίνεται αντιληπτή σαν φυσιολογική, ούτε και είναι λίγο το βάρος που πέφτει παραπάνω στο έλληνας σε σχέση με το άνεργος. Η ταξική βία που είναι συσσωρευμένη μέσα σε όλους μας δε θα εξωτερικευτεί περασμένη μέσα από ένα συγκεκριμένο καλούπι, δεν είναι απαραίτητο ότι θα πάει τα πράγματα προς το καλύτερο. Αν κάτι έχουμε να προτείνουμε, είναι μάτια αυτιά και μυαλά ανοιχτά για την βαθύτερη κατανόηση τέτοιων η ανάλογων περιστατικών, για τον εντοπισμό του πραγματικού στόχου.

Γεγονότα και σκέψεις από την εξέγερση της 12ης Φλεβάρη ’12

Ξεκινώντας έχει μια σημασία να παραθέσουμε, έστω και αναφορικά, τις καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, έναν απολογισμό των συγκρούσεων αλλά και των διώξεων που συνέβησαν εκείνη την ημέρα ψήφισης του “μνημονίου 2”. Σκοπός δεν είναι να εντυπωσιαστεί κανείς, αλλά να αντιληφθεί το πόσο διευρυμένες ήταν οι συγκρούσεις και το πώς αυτές εξαπλώθηκαν σε όλη την ελλαδική επικράτεια.

Στην Αθήνα, μέσα σε μια τεράστια πορεία (οι εκτιμήσεις λένε για μισό εκατομμύριο κόσμου) ξεσπούσαν συγκρούσεις σε όλα τα σημεία της πόλης. Πυρπολήθηκαν συνολικά 47 κτήρια, δεκάδες μπάτσοι τραυματίστηκαν, πολυτελή μαγαζιά, τράπεζες και ένα οπλοπωλείο λεηλατήθηκαν συνθέτοντας ένα κλίμα εκρηκτικό, μια κατάσταση ανεξέλεγκτη. Για 4 ημέρες η νομική σχολή τέλεσε υπό κατάληψη για να λειτουργήσει σαν ένα κέντρο αγώνα, με δυνατότητα περίθαλψης τραυματιών, ένα πραγματικό άσυλο που δεν εξασφαλίζεται από κανένα θεσμό παρά μόνο από την οργάνωση των συμμετεχόντων, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το υπερασπίστηκαν συγκρουόμενοι με τις αστυνομικές δυνάμεις. Οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το ΚΕΠ Χαλανδρίου, το δημαρχείο Αγ. Παρασκευής, έγιναν πολλές αυθόρμητες μεταμεσονύχτιες πορείες σε γειτονιές της πόλης. Μια ομάδα 16 ατόμων επιχείρησε να καταλάβει το δημαρχείο Αθηνών, όμως μετά από επέμβαση της αστυνομίας συνελήφθησαν όλοι. Το κατασταλτικό κλίμα ήταν εξίσου οξυμένο με προληπτικές προσαγωγές αγωνιστών κάτω από τα σπίτια τους, με δημοσιοποίηση φωτογραφιών από το δρόμο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών από επίδοξους ρουφιάνους για τις διώξεις εξεγερμένων καθώς και φωτογραφιών και βίντεο από τη λεηλασία του οπλοπωλείου. Δημοσιοποιήθηκαν επίσης και φωτογραφίες συλληφθέντων από την πορεία, πριν καν οι τελευταίοι περάσουν από εισαγγελέα, δημιουργώντας ένα κλίμα που συνέβαλλε στην προφυλάκιση των συγκεκριμένων, αλλά και καλλιεργώντας μαζί με τα προηγούμενα την εμπέδωση ενός καθεστώτος πανοπτικού ελέγχου των δημόσεων δράσεων, την κοινωνική νομιμοποίηση της προληπτικής καταστολής. Στη Βόρεια Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν πορείες σε πολλές πόλεις, ενώ κατελήφθησαν ο κινηματογράφος Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη, η νομαρχία Καβάλας και η περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης στην Κομοτηνή. Στο Αγρίνιο, μετά την πορεία στο κέντρο της πόλης, ομάδα 25 περίπου ατόμων κατευθύνθηκε στα γραφεία του υφυπουργού Μωραΐτη και τα κατέστρεψε πετώντας έπιπλα και άλλα αντικείμενα από το παράθυρο στο δρόμο. Την επόμενη μέρα, ομάδα 50 περίπου εξεγερμένων πραγματοποιεί επιθέσεις σε τράπεζες, ενεχυροδανειστήριο και τα γραφεία του ΛΑΟΣ στην πλατεία δημοκρατίας. Ενώ καίγεται και η ελληνική σημαία στο κέντρο της πλατείας. Κατά την αποχώρηση τους προξενούνται φθορές στο ταχυδρομείο της πόλης, αυτοκίνητα των ΕΛ.ΤΑ. και σε κατάστημα ρούχων που ανήκει σε γνωστό φασιστοειδές που επανειλημμένα έχει συνδράμει τις αστυνομικές αρχές με πληροφορίες και όχι μόνο. Η επίθεση, λίγο αργότερα, των αστυνομικών δυνάμεων απαντήθηκε με πέτρες και βόμβες μολότοφ ενώ οδοφράγματα στήθηκαν ως την περιοχή του δημοτικού πάρκου Αγρινίου. Η απάντηση σε όλα αυτά ήταν μια γενικευμένη αστυνομοκρατία στους δρόμους της πόλης και η έφοδος για έλεγχο σε σπίτι ενός συντρόφου που συνοδεύτηκε από ένα όργιο παραπληροφόρησης σε σχέση με τους λόγους και τα αποτελέσματα της εφόδου. Και στην Κρήτη τεταμένο το κλίμα. Στο Ηράκλειο σπάστηκαν τα δικαστήρια, κατέβηκαν κάμερες , κυνηγήθηκαν ασφαλίτες, και στην πλατεία Κορνάρου, μπροστά από τα γραφεία του ΛΑΟΣ και ορισμένες τράπεζες έγιναν επιθέσεις στους μπάτσους, όπως και σε ένα ασφαλίτικο τζιπάκι που εντοπίστηκε στην Έβανς. Στην πλατεία Ελευθερίας ο κόσμος μπήκε στα γραφεία του βουλευτή Κεγκέρογλου και ανέβασαν πανό για λίγη ώρα. Αμέσως μετά συνεχίστηκαν οι επιθέσεις στο πολιτικό γραφείο της Σκραφνάκη, πετάχτηκαν κάτω τα σύμβολα του ΠΑΣΟΚ και κάηκαν οι σημαίες τους. 2 ημέρες αργότερα κατά τη διάρκεια πορείας πάνω από 500 μαθητές πετούν πέτρες στην αστυνομία και στις τράπεζες ενώ προσπαθούν να εισβάλλουν στην Περιφέρεια Κρήτης και στο Δημαρχείο. Στα Χανιά πραγματοποιήθηκε κατάληψη στην αντιπεριφέρεια οπού συντονίστηκαν δράσεις και στα πλαίσιά της λειτούργησε ραδιοφωνικός σταθμός μέσω internet. Στο Ρέθυμνο έγινε κατάληψη στο δημαρχείο, όπως και στην αντιπεριφέρεια Λασιθίου, στην οποία μετά από γενική συνέλευση των εργαζομένων σε αυτή βγήκε ψήφισμα στήριξης. Στα Τρίκαλα σπάστηκαν 3 τράπεζες, για τις οποίες συνελήφθησαν 3 άτομα. Στην Άρτα πραγματοποιήθηκαν συνολικά 5 πορείες μέσα σε τρεις μέρες και το α/α μπλοκ πραγματοποίησε συμβολικές επιθέσεις με σκουπίδια σε πολιτικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στο Βόλο, σε μια πορεία τεράστια για τα δεδομένα της πόλης με συμμετοχή 4500 ανθρώπων, κάηκε ολοσχερώς ένα κατάστημα της eurobank και η εφορία, σπάστηκαν ορισμένα super market, πραγματοποιήθηκε κατάληψη στο δημαρχείο η οποία όμως δεν κρατήθηκε, αφ' ενός γιατί έξω μαίνονταν συγκρούσεις με την αστυνομία, αφ' ετέρου γιατί έγινε μία απόπειρα εμπρησμού ενώ κόσμος βρισκόταν μέσα, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα επρόκειτο για μια κατασταλτική κίνηση. 6 άτομα συνελήφθησαν. Στην Πάτρα πραγματοποιήθηκε πορεία 5000 ατόμων ενώ το βράδυ έγιναν συγκρούσεις με την αστυνομία. Κατάληψη έγινε και στο κτήριο Νομαρχίας Φθιώτιδας και Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος μετά από μεγάλη πορεία στο κέντρο της Λαμίας. Τέλος, κατάληψη πραγματοποιήθηκε και στο δημαρχείο Ρόδου.

Η συσσωρευμένη οργή του τελευταίου διαστήματος εκτονώθηκε μέσα σε μία ημέρα, δείχνοντας μια ξεκάθαρη αλλαγή των κοινωνικών αντανακλαστικών και της εξοικείωσης με τις συγκρουσιακές τακτικές. Όλοι περίμεναν πως θα έρθει μία τέτοια ημέρα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η εξέγερση απλώθηκε σε τόσες πόλεις χωρίς να προϋπάρχει κάποια οργανωτική προετοιμασία και χωρίς να συντονιστεί από κάποια επίδοξη πολιτική πρωτοπορία. Ούτε κατά τη διάρκειά της, ούτε και μετά σοκαρίστηκε κανείς πραγματικά από το επίπεδο της βιαιότητας. Ούτε καν όσοι και όσες αναμασάνε την προπαγάνδα που αναπαράγεται αδιάκοπα από τα μμε για μεροκαματιάρηδες που πάθανε ζημιά, για μικροεπιχειρηματίες που καταστράφηκαν, για την αίγλη και την αξιοπιστία της χώρας μας που υποβαθμίζονται. Τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις είναι πλέον αναμενόμενες και υπολογίσιμες, και πώς να μην είναι άλλωστε όταν από το παράδειγμα της 12/2 φαίνεται το τι μπορεί να γίνει μόλις σε μια μέρα, από ένα τόσο μεγάλο πλήθος και με ένα τόσο θολό και ετεροκαθοριζόμενο πλην όμως συσπειρωτικό σημείο αναφοράς, την ολομέτωπη επίθεση των αφεντικών. Δεδομένου αυτού δε μας εκπλήσσει πως αυτή η κατάσταση δεν είχε μεγαλύτερη διάρκεια, όπως για παράδειγμα ο Δεκέμβρης του '08. Εξ' άλλου δεν είχε προοπτικές, δεν είχε – κατά τα φαινόμενα – εφικτούς στόχους. Ήταν ένα φαινόμενο χαοτικό, μια ένδειξη για τις προοπτικές που ανοίγουν από εδώ και πέρα για την πολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής. Ήταν όντως μια εκτόνωση, χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία της για τις κινηματικές διεργασίες. Ήταν η κατάρριψη του επιχειρήματος “αφού με όλα αυτά τα σπασίματα και όλη αυτή την βία δεν αλλάζει κάτι”, ένα επιχείρημα που ακούγεται συνέχεια μέσα στα τελευταία χρόνια. Φαίνεται όμως ότι έχουν αλλάξει πολλά, και φαίνεται ότι είναι δυνατό να αλλάξουν πολλά περισσότερα. Ένα μεγάλο θετικό στοιχείο είναι η αποτυχία των εργατοπατεράδων της ΓΣΕΕ να περιφράξουν τις κινητοποιήσεις καθώς αυτή η έκρηξη συνέβη μετά την προγραμματισμένη διήμερη σαμποταριστική τους τελετουργία. Ο τρόπος τέλος με τον οποίο εξελίχθηκαν οι διώξεις και ξεδιπλώθηκε η καταστολή, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τις εκτιμήσεις πως όλες αυτές οι τακτικές που εφαρμόζονται μέσα στα τελευταία χρόνια για τις διώξεις αγωνιστών του α/α χώρου είναι η βάση για τη δημιουργία ενός νέου κατασταλτικού δόγματος. Μιας πτυχής της πορείας για την επιβολή μιας ολοκληρωτικής, ή καλύτερα ολοκληρωμένης, δημοκρατίας για τη συντήρηση της τάξης των πραγμάτων και την επέκταση του ελέγχου της κυρίαρχης τάξης σε όλες τις πτυχές της ζωής. Τα αφεντικά δεν πρόκειται να κάνουν πίσω. Το ερώτημα είναι αν θα κάνουμε εμείς.