Οι ανοιχτές φυλακές των καταπιεσμένων

Ο παραπάνω χάρτης χωροθετεί τις 30 μεγαλύτερες παραγκουπόλεις(“megaslums), χωρίς ωστόσο να αποτυπώνονται σε αυτόν το σύνολο των παραγκουπόλεων παγκοσμίως ο αριθμός των οποίων αγγίζει τις 250.000. Το μέγεθος των κύκλων και γκρίζοι τονισμοί προσδιορίζουν τον αριθμό των κατοίκων των παραγκουπόλεων σε εκατομμύρια.
 
Οι ανοιχτές φυλακές των καταπιεσμένων

Μια χωρική αποτύπωση της εκμετάλλευσης

Άλλη μια παγκοσμιοποιημένη κρίση ξεσπά, άλλος ένας κύκλος αποδοχής και κερδοφορίας κλείνει για το κεφάλαιο, ενώ παράλληλα ανοίγει άλλος ένας κύκλος αίματος για όσους βρίσκονται στο περιθώριο. Ανά τα χρόνια και σε όλο τον κόσμο, τα κοινωνικά αδιέξοδα, που προέκυπταν από την υπερσυσσώρευση πλούτου όπως αυτή οργανωνόταν από τους ισχυρούς, καλύπτονταν από την απόλυτη καταπίεση ή και την εξόντωση ολόκληρων κοινωνικών κομματιών. Αυτή γινότανε δυνατή με τρόπους ανάλογους των εκάστοτε κοινωνικών καταστάσεων. Στρατόπεδα συγκέντρωσης (εργασίας και εξόντωσης), γενοκτονίες, γκέτο, σφαγές στις παραγκουπόλεις, ρατσιμός και υποτίμηση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Ανοιχτές, κλειστές και αόρατες φυλακές ορθώνονται παντού, για να περιορίσουν τους εκμεταλλεύσιμους και να εξοντώσουν αυτούς που “περισσεύουν”. Οι στρατηγικές διαφέρουν, αλλά ο στόχος είναι σταθερά ο ίδιος για τους ισχυρούς, που προσπαθούν διαχρονικά να προσαρμόσουν τις διεργασίες τις κοινωνικής ζωής στα δικά τους μέτρα. Αφού η ζωή δε φτάνει για όλους, να ξεμπερδεύουνε με κάποιους για να διατηρήσουνε την ειρήνη με τους υπόλοιπους. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε κάποιες από τις εκφάνσεις των κοινωνικών ανισοτήτων και της βίαιης, ολοκληρωτικής διαχείρησής τους, όπως αυτές αποτυπώνονται στο χώρο και την πολεοδομία μέσα από το φαινόμενο των παραγκουπόλεων. Σκοπός μας δεν είναι να οριστεί μια γενική και απόλυτη κατάσταση σε σχέση με το πως διαμορφώνονται οι παραγκουπόλεις. Παρόλο που το φαινόμενο αυτό φαίνεται πως εξαπλώνεται καθολικά μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, μπορεί να κατανοηθεί μόνο αφού φιλτραριστεί από την ιστορία και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε τόπου τα οποία συνθέτουν μια διαφορετική πραγματικότητα κάθε φορά.

Ιστορικά – κοινωνικά στοιχεία του φαινομένου των παραγκουπόλεων
 
Μέσα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού οι πόλεις αποτελούν το δομικό στοιχείο πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το κυρίαρχο σύστημα. Ένα σύστημα εξουσιαστικό και ιεραρχικό το οποίο βασίζεται σε ταξικές, έμφυλες και φυλετικές διακρίσεις. Ο παραγόμενος χώρος των πόλεων φέρει τα παραπάνω χαρακτηριστικά ενώ την ίδια στιγμή είναι αυτός που τα αναπαράγει εκ νέου. Καθώς η πόλη αποτελεί την χωρική προβολή των κοινωνικών διεργασιών, οι τόποι που αναδύονται εμφανίζουν το πιο σκληρό πρόσωπο της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης αλλά ταυτόχρονα μετατρέπονται σε τόπους έντονων κοινωνικών αντιστάσεων και συγκρούσεων.

Οι πόλεις είναι οι πρωταγωνιστές χωρικής οργάνωσης του κυρίαρχου συστήματος και ως τέτοιοι συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παγκοσμίως. Τόσο τα μεγάλα αστικά κέντρα όσο και οι πόλεις της περιφέρειας αυξάνουν και θα συνεχίζουν να αυξάνουν τον πληθυσμό τους σε αντίθεση με τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου ο οποίος συνεχώς συρρικνώνεται. Οι πόλεις των αναπτυσσόμενων χωρών είναι αυτές που προβλέπεται πως θα απορροφήσουν το 95% της μελλοντικής αύξησης του αστικού πληθυσμού.[1] Στις πόλεις αυτές εμφανίζεται μια εντινόμενη αστικοποίηση, κυρίως από την δεκαετία του ’70 και έπειτα, η οποία δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την ταυτόχρονη εκβιομηχανοποίηση τους αλλά ούτε και με την οικονομική τους ανάπτυξη. Η κρίση του '70 και η οικονομική αναδιάρθρωση, υπο τη μορφή προγράμματων διαρθρωτικής προσαρμογής (SAP) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τη δεκαετία του '80, εξανάγκασαν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού να μετακινηθεί προς τα αστικά κέντρα των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου προς αναζήτηση εργασίας. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του πληθυσμού στράφηκε προς τη μαύρη εργασία προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, κάτι που όμως πολλές φορές αδυνατούσε και αδυνατεί να εξασφαλίσει. Ο πληθυσμός αυτός εγκαστάθηκε μαζικά σε αυτοσχέδια καταλύματα, που οι ίδιοι κατασκεύασαν, κυρίως στα όρια των πόλεων, δημιουργώντας τις παραγκουπόλεις. Σε αυτές πέρα από τους οικονομικούς μετανάστες απαντώνται πολλές φορές και κατώτερα κοινωνικά στρώματα προερχόμενα από την πόλη τα οποία αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα αυξανόμενα ενοίκια και στο αυξανόμενο κόστος ζωής. Οι παραπάνω μαζί με διάφορες εθνοτικές μειονότητες και πρόσφυγες λόγω πολέμων συνθέτουν το σύνολο των κατοίκων των παραγκουπόλεων. Αυτοί κατά βάση απασχολούνται σε κλάδους της παραοικονομίας. Πλανόδιοι έμποροι, επιστάτριες, φορτοεκφορτωτές, οικιακές βοηθοί και τόσοι ακόμη συγκροτούν τις στρατιές εργασίας της παραοικονομίας των κρατών αυτών που μάλιστα αποτελούν, σε πολλές περιπτώσεις, ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Η Τζακάρτα, το Λάγος, η Ντάκα, το Καρατσί, το Ρίο ντε Ζανέϊρο, το Καράκας, η Λίμα, το Νέο Μεξικό, το Κάϊρο είναι κάποιες από τις πόλεις όπου εμφανίζεται οι σύγχρονες παραγκουπόλεις. Μάλιστα σε ορισμένες πόλεις όπως το Ναϊρόμπι και το Μουμπάι, περίπου οι μισοί από τους κατοίκους ζουν σε παραγκόσπιτα. Το 43% του αστικού πληθυσμού των αναπτυσσόμενων χωρών ζει σε παραγκουπόλεις, ενώ το φαινόμενο δεν απουσιάζει και από τις δυτικές μητροπόλεις όπου το ποσοστό του αστικού πληθυσμού που ζει σε παραγκουπόλεις στις αναπτυγμένες χώρες φτάνει το 6%[2]. 

Οι παραγκουπόλεις – ως συνθήκη – δεν είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ανάδυσης και εδραίωσης του καπιταλιστικού συστήματος.Από τα τέλη του 17ου αιώνα, περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και ανόδου του πρώιμου καπιταλισμού, κάνουν την εμφάνισή τους γειτονιές -στις τότε αναπτυσσόμενες πόλεις της δύσης- όπου στοιβάζονται κάτω από άθλιες συνθήκες άνθρωποι, οι οποίοι εξαναγκασμένα έχουν μετακινηθεί από την ύπαιθρο στις πόλεις για να καλύψουν τις ανάγκες της βιομηχανίας για εργατικά χέρια. Τότε συναντούμε για πρώτη φορά τα slums, περιοχές του Λονδίνου που αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων γειτονιών.

Τα σύγχρονα σε εμάς slums είναι οι favelas του Ριο ντε Τζανέιρο, οι callampas της Χιλής, οι ranchitos της Βενεζουέλα, οι limonadas της Γουατεμάλα, οι «πόλεις των θαυμάτων» της Ουρουγουάη, τα «σπίτια των μαγισσών» της Αργεντινής και τόσες άλλες. Αυτά συνήθως θα τα συναντήσουμε στις παρυφές των πόλεων, σε απόκρημνες πλαγιές ή σε όχθες ποταμών, κοντά σε διυλιστήρια ή σε χημικά εργοστάσια, στα όρια αυτοκινητοδρόμων και σιδηροδρόμων και πιο σπάνια μέσα στις ίδιες τις πόλεις. Αποτελούνται από πρόχειρες κατασκευές χωρίς αποχετευτικό και υδροδοτικό σύστημα, χωρίς ηλεκτρισμό ή καθαρό νερό. Το μέγιστο των ορόφων φτάνει τους τρεις (αν και σπάνια), με την πυκνότητα του πληθυσμού να είναι μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού και ο ζωτικός χώρος να συρρικνώνεται στο ελάχιστο. Τα όρια των παραγκουπόλεων πολλές φορές χαράσσονται, είτε από προϋπάρχουσες υποδομές των πόλεων (π.χ. σιδηροδρομικές γραμμές) είτε με νέες υλικές περιφράξεις όπου σε ορισμένες περιπτώσεις οι δημοτικές/ κρατικές αρχές επιλέγουν να ανορθώσουν (βλέπε το παράδειγμα του Ρίο όπου λόγω των ολυμπιακών αγώνων του 2012 το κράτος σηκώνει τείχους σε 14 faveles). Σε οποιαδήποτε περίπτωση η επιλογή είναι ξεκάθαρη: η γκετοποίηση των περιοχών αυτών. Ο χωρικός και συμβολικός αποκλεισμός τους από το υπόλοιπο κομμάτι της πόλης. Η καταστολή παίρνει λοιπόν σάρκα και οστά μέσα από την πολεοδομία κάνοντας έτσι δυνατό τον έλεγχο και τη διαχείριση αυτών των πληθυσμών προκρίνοντας , και με αυτόν τον τρόπο, την εγκαθίδρυση μιας ολοκληρωτικής κοινωνίας.

Μέσα όμως από αυτές τις σκοτεινές πλευρές των πόλεων, εκεί όπου τα έργα του Ντίκενς αναβιώνουν ξανά ακόμα πιο σκληρά και ανελέητα, αναδύονται αντιστάσεις οι οποίες κάποιες φορές μετατρέπονται σε αυθόρμητες εξεγέρσεις, ενώ άλλες φορές οργανώνονται αρνούμενες μαζικά τις κατεδαφίσεις ή και διεκδικώντας γη όπου θα μπορέσουν να στεγάσουν τους εαυτούς τους και τις ανάγκες τους στηριζόμενες στις δικές τους δυναμικές και δυνατότητες μέσω συλλογικών διαδικασιών.[3] 


Το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Ρίο Ντε Τζανέιρο

“Ποια είναι η αποστολή σου, μαυροφόρε; Να μπουκάρεις στη φαβέλα και να σπείρεις πτώματα στο χώμα.” [4]

Στη Βραζιλία, τα τελευταία χρόνια, έχουν αναδυθεί κοινωνικά μορφώματα[5] τα οποία διεκδικούν καλύτερες ή και διαφορετικές συνθήκες στέγασης. Τα κοινωνικά αυτά μορφώματα ποικίλουν και ως προς τα ιδεολιγικά τους χαρακτηριστικά και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν. Κάποια επιλέγουν την απο τα μέσα επιρροή της κρατικής πολιτικής για τις διεκδικήσεις τους, κάποιοι καταλαμβάνουν μεγάλα κομμάτια γής και κτίρια μέσα στην πόλη χρησιμοποιώντας τα ως πίεση έτσι ώστε το κράτος να αναλάβει την αξιοπρεπή στέγασή τους, κάποια προτάσσουν την αυτοδιαχείριση μέσα στις κοινότητες αγώνα διεκδικώντας μια ποιοτικά διαφορετική αυτοστέγαση. Η σημαντική διαφοροποίηση αυτών των μορφωμάτων είναι ξεκάθαρα η στάση/ ή και αντίσταση απέναντι στο κράτος. Σε γενικές γραμμές φαίνεται πως κυριαρχεί μια σχέση υποτέλειας των κινημάτων αυτών με την οικονομική και πολιτική εξουσία θέτοντας έτσι όρια στη σύγκρουση τους, αδυνατώντας/μη επιθυμώντας να περάσουν στην αντίπερα όχθη και να έρθουν σε μια συνολική αντιπαράθεση. Παρόλα αυτά είναι σημαντικό να αναδειχθούν οι τρόποι οργάνωσης των μορφωμάτων αυτών τα οποία κατα κύριο λόγο προτάσσουν τον κοινοτισμό και την αλληλεγγύη, κάτι που εκλίππει σχεδόν ολοκληρωτικά απο τις σημερινές μητροπόλεις.

Το 2014 και το 2016 θα φιλοξενηθούν στο Ρίο Ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου και οι ολυμπιακοί αγώνες. Οι ολυμπιακοί αγώνες συμπυκνώνουν σε μικρό χρονικό διάστημα, εκτός από τις διάφορες ντοπαρισμένες εθνικές υπερηφάνειες και ενότητες ανά τον κόσμο, όλες τις εφαρμοσμένες (αλλά και σε πειραματικό στάδιο) αξίες του λευκού και του μαύρου καπιταλισμού. Εντατική εκμετάλλευση των “εργατών της ολυμπιάδας”, εργατικά ατυχήματα, δοκιμές των νέων μορφών ντόπας, μίζα και επένδυση, θέαμα, διαφήμιση, έλεγχος και καταστολή αλλά και νέοι ορίζοντες στις “business as usual” των αφεντικών. Όποια μορφή και αν παίρνουν αυτές οι μπίζνες, σε όλο το φάσμα της οικονομίας και της παραοικονομίας. Στο Ρίο τα αφεντικά έχουν και την “τύχη” να προηγείται η προετοιμασία και η διεξαγωγή του Μουντιάλ πριν από αυτή των ολυμπιακών αγώνων, κάτι που τους δίνει επιπλέον χρόνο για σχέδια.

Ένα από τα πρώτα κύρια στοιχήματα των διοργανωτών είναι να πειστεί ο υπόλοιπος κόσμος ότι οι αγώνες θα διεξαχθούν με την απαραίτητη ασφάλεια, κάτι που θα προσελκύσει φυσικά “φίλαθλους” τουρίστες στο να επισκεφτούν τη μισή αλήθεια της πρωτεύουσας της Βραζιλίας, αυτήν που καταναλώνεται σαν προϊόν, υπηρεσία ή θέαμα. Η άλλη μισή, αυτή των παραγκουπόλεων (φαβέλες) στη μία πλευρά της πόλης, όπου έχει απωθηθεί και στριμωχτεί το φτωχό κομμάτι του πληθυσμού, πρέπει να κρυφτεί ή να πάρει και αυτή τη μορφή θεάματος εκ τους ασφαλούς (ίσως μέσα από ένα τελεφερίκ που σε ανεβάζει σε μια από τις ψηλές πλαγιές του Ρίο). Για καιρό τώρα οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας του Ρίο πραγματοποιούν έναν πόλεμο ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών και την εγκληματικότητα με όσο γίνεται πιο πειστικές (άρα αιματηρές) εισβολές στις παραγκουπόλεις. Δεν είναι όμως μόνο η αίσθηση της “ασφάλειας” που επιδιώκουν.

Χρόνια τώρα η δουλειά του κράτους και της αστυνομίας του Ρίο σε ό,τι αφορά τις φαβέλες είναι να ελέγχει και να διαχειρίζεται αυτό το εν δυνάμει ανεξέλεγκτο κομμάτι του πληθυσμού που ζει σε άθλιες συνθήκες. Ένας αποδοτικός τρόπος είναι να φροντίζουν για την ισχυρή παρουσία των ναρκωτικών και των όπλων. Έτσι στήνονται συμμμορίες γύρω από τη διακίνησή τους και γύρω από τον έλεγχο περιοχών μέσα στις φαβέλες. Δουλειά της αστυνομίας είναι να εποπτεύει και να ρυθμίζει όλη αυτήν τη συμπεριφορά εισπράτοντας φυσικά και τους κατάλληλους “φόρους”. Αυτήν τη δουλειά την κάνει κυρίως με το πιο πειστικό μέσο, την ένοπλη βία, αφήνωντας μετά από τις επεμβάσεις της στις φαβέλες δεκάδες νεκρούς με το πρόσχημα του εμπορίου των ναρκωτικών ή της αντίστασης. Αυτές ήταν πάντα οι συνηθισμένες μπίζνες των αφεντικών στις παραγκουπόλεις, αυτός είναι ο περίφημος πόλεμος κατά των ναρκωτικών, που κατά τα άλλα συνεχίζουν να μαστίζουν τα κατώτερα στρώματα. Τώρα όμως παίρνει και άλλη μορφή.

Οι νέοι ορίζοντες για επενδύσεις που ανοίγονται με αφορμή το μουντιάλ και τους ολυμπιακούς αγώνες έχουν να κάνουν με το πού είναι χτισμένες κάποιες από αυτές τις παραγκουπόλεις. Είναι σε περιοχές “φιλέτα”, σε πλαγιές πανέμορφες δίπλα και μέσα στο τροπικό δάσος, με σπάνια θέα στους ωκεανούς. Εδώ και καιρό, αυτός ο πόλεμος που βαφτίστηκε “πόλεμος ενάντια στο ναρκεμπόριο” μαίνεται πιο σκληρός από ποτέ, τα θύματα (κυρίως άμαχος πληθυσμός) πολλαπλασιάζονται και οι αστυνομικές δυνάμεις λειτουργούν με τρόπο εξόφθαλμα αντισυνταγματικό, ακόμα και για τους δικούς τους όρους. Μόνο στην επιχείρηση στις φαβέλες του Αλεμάου στα τέλη του 2010 για την ανακατάληψη της περιοχής από τους έμπορους ναρκωτικών σκοτώθηκαν πάνω από 45 άτομα (χωρίς να συμμετέχουν όλοι στις συγκρούσεις), ενώ από 2008 μέχρι το 2010 ο αριθμός των νεκρών από τον εσωτερικό αυτό πόλεμο που έχει ξεσπάσει στις φτωχογειτονιές είναι πάνω από 1500. Ο πληθυσμός των παραγκουπόλεων δέχεται μία βίαιη σταδιακή έξωση με στόχο τον εξευγενισμό των περιοχών υψηλού οικονομικού ενδιαφέροντος, για να αξιοποιηθούν αργότερα εμπορικά και να κατοικηθούν από τις ανώτερες τάξεις. Αυτό που συμβαίνει στον απόηχο της προετοιμασίας των μεγάλων αθλητικών γεγονότων είναι μια μορφή γενοκτονίας που υπόκεινται οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων, μια αιματηρή διαχείριση κομματιών του φτωχού πληθυσμού που περισσεύουν από τα σχέδια των επενδυτών, ένα σπρώξιμο προς τα μέσα κατοίκων για να χωρέσουν και άλλα οικονομικά θαύματα στην “πόλη των θαυμάτων”. Και γίνεται με όλα τα μέσα: όπλα, εξώσεις, εκφοβισμούς, εκκενώσεις κατειλημμένων περιοχών και κτηρίων, κόψιμο ηλεκτροδότησης, τείχη που περιορίζουν την περαιτέρω επέκταση μιας φαβέλας και άλλα. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι συνεργοί στην ίδια επιχείρηση, οι διάφορες ΜΚΟ που εμφανίζονται και δραστηριοποιούνται στις περιοχές, με κοινωνικό προφίλ εξ αριστερών, οι οποίες εκτός από τη δουλειά της σκούπας που καλύπτει τα ίχνη της αιματοχυσίας έχουν και το ρόλο της χαρτογράφησης της περιοχής και των κατοίκων, το ρόλο του μόνιμου ρουφιάνου. Ο πολιτιστικός όμιλος Afroreggae που προωθεί την ένταξη και την κοινωνική δικαιοσύνη κλπ κλπ και συμμετείχε σε ρόλο διαμεσολαβητή στις συγκρούσεις του Αλεμάου είναι μία από αυτές.

Οι εκκενώσεις παραγκουπόλεων εν όψει των αγώνων δε είναι φαινόμενο που εντοπίζεται μόνο στο Ρίο φυσικά. Στο Σάο Πάολο (συνδιοργανώτρια πόλη του μουντιάλ) επίσης πραγματοποιείται εκδίωξη κατοίκων φτωχογειτονιών με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σφαγή στο Πινεϊρίνιο το Γενάρη, όπου περίπου 2.000 μέλη της στρατιωτικής αστυνομίας, υπό την κάλυψη δύο στρατιωτικών ελικοπτέρων και με τη χρήση τεθωρακισμένων αρμάτων κατέλαβαν ένα οικόπεδο 1.380.000 τ.μ. που ανήκει στον επιχειρηματία και υπόδικο για οικονομικά εγκλήματα και διαφθορά Νάτζι Ναχάς και την εταιρεία του Selecta, αφήνοντας πίσω τους αγνώστου αριθμού νεκρούς και τραυματίες. Στρατιωτικές επιχειρήσεις πραγματοποιούνται και  στις φαβέλες του Μπέλο Οριζόντε, του Πόρτο Αλέγκρε, της Φορταλέσα και άλλων πόλεων

Οι όροι κάθαρσης του συγκεντρωμένου πληθυσμού στο Αθηναϊκό κέντρο

Η περιοχή οπού βρίσκεται τεχνηέντως συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο κομμάτι του μεταναστευτικού πληθυσμού της Αθήνας. Αφ' ενός η μαύρη εργασία δεσμεύει την καθημερινότητα και τις μετακινήσεις τους εκεί πέρα, καθώς είναι ο μόνος κλάδος που πλέον μπορεί να τους απορροφήσει ενώ ταυτόχρονα κάτι τέτοιο να είναι προς το συμφέρον των νόμιμων και παράνομων αφεντικών. Εδώ και καιρό, παράλληλα με την προπαγάνδα για το αδιαχώρητο του κέντρου της Αθήνας, που παρουσιάζει την βίαιη πραγματικότητα σαν ένα αποτέλεσμα από κάποιον εξωγενή, κάποιον ξένο παράγοντα και όχι σαν αποτέλεσμα της όξυνσης της εκμετάλλευσης και των κοινωνικών ανισοτήτων, οργανώνονται αγοραπωλησίες από μεγαλοεργολάβους που αποκτούν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα για να αναπλάσουν στα μέτρα τους την πόλη. Έχουμε αναφερθεί ξανά σε αυτό το ζήτημα στο τεύχος 6 των μαντάτων, εξετάζοντας την διαχείριση του σε σχέση με τον παράγοντα της άκρας δεξιάς. Επίσης στο επόμενο από αυτό τεύχος, του Ιούνη του '11, υπάρχει ένα άρθρο ανάλυσης του οικονομικό-πολιτικού διακυβεύματος της εκκαθάρισης του κέντρου. Παραπέμπουμε σε αυτά τα δύο άρθρα για να εξετάσουμε στη συνέχεια τη νομική κάλυψη για τις επιχειρήσεις εκτόπισης των μεταναστών από τις πρόσκαιρες κατοικίες τους.

Σε αντίθεση με την πραγματικότητα της Βραζιλίας, όπου και οι παραγκουπόλεις αποτελούν μία λύση, κατά κάποιο τρόπο, που έχει βρεθεί από τους φτωχούς για να καλύψουν τουλάχιστον την ανάγκη τους για στέγαση, στο κέντρο της Αθήνας υπάρχουν κελιά επί πληρωμή. Μιλάμε για τα “σπίτια τρώγλες” όπως έχουν γίνει ευρύτερα γνωστά από τα ΜΜΕ. Μιλάμε για διαμερίσματα που νοικιάζονται κατά κεφαλή και με ημερήσια ταρίφα σε μετανάστες. Αντί βέβαια η δημόσια συζήτηση να περιστρέφεται γύρω από τη βαναυσότητα αυτού του εκβιασμού, περιστρέφεται γύρω από τις υγειονομικές συνθήκες που επικρατούν μέσα σε αυτά τα σπίτια που προφανώς και είναι ανάλογες της υποτίμησης που έχουν υποστεί οι μετανάστες.

Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για έναν τρόπο στέγασης που ορίζεται ολοκληρωτικά από τους ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων. Οι μετανάστες και μετανάστριες, μη έχοντας χρόνο να εγκατασταθούν σε μια πραγματικότητα και να βρουν μία γωνία απ' όπου και θα ζήσουν, οδηγούνται στην πιο εφήμερη των λύσεων. Το στήσιμο μιας παράγκας μπορεί στη Βραζιλία να οριστεί σαν ένα κομμάτι μιας κάποιας “λαϊκής κουλτούρας”, που είναι δηλαδή κάτι το κοινωνικό, κάτι αυστηρά ταξικά προσδιορισμένο και τέλος κάτι το διαφυλετικό καθώς είναι κοινό κτήμα τόσο βραζιλιάνων όσο και μεταναστών φτωχών. Αυτό που συμβαίνει στην Αθήνα είναι εκ διαμέτρου αντίθετο αναφορικά με τις σχέσεις που αναπτύσσονται εντός του αλλά και το συμφέρον όσων στεγάζονται με αυτό τον τρόπο. Αρχικά δε μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκό, καθώς αφορά μόνο όσους εξαιρούνται από την έννοια του “λαού”, και δη του ελληνικού, που επικαλείται τόσο η χρυσή αυγή όσο και ο σύριζα και όλο το υπόλοιπο φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής. Επιπλέον αυτά τα κοινωνικά κομμάτια δεν είχαν την ευκαιρία να ριζώσουν, ας πούμε, σε μια γειτονιά, όπως συνέβαινε με τους μετανάστες των παλαιότερων κοινωνικών κρίσεων. Αν οι παραγκουπόλεις χρειάστηκαν ορισμένα χρόνια και ορισμένα παρατημένα στρέμματα γης για να αναπτυχθούν, αυτά στην Αθήνα δεν υπάρχουν. Έτσι οι μετανάστες, αντί να χτίσουν ένα κατάλυμα, οδηγούνται από το ένα σπίτι στο άλλο για να καταλήξουν σιγά σιγά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Για αυτή την τελευταία μετάβαση λοιπόν ψηφίζεται ένας νόμος που καθιστά τα σπίτια τρώγλες παράνομα, λόγω του ότι αποτελούν κίνδυνο για την δημόσια υγεία σαν εστίες μόλυνσης. Για την ώρα δεν έχει εφαρμοστεί ευρύτερα, παρά μόνο με έναν θεαματικό τρόπο κατά την προεκλογική περίοδο, οπότε και μια επιχείρηση που στήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη 33 μεταναστών που πήγαν για απέλαση και ενός Έλληνα μεσάζοντα που εισέπραττε την ημερήσια ταρίφα. Για την επιχείρηση συνεργάστηκαν η Ελληνική Αστυνομία, το ΣΔΟΕ ο Δήμος Αθηναίων και το ΚΕΕΛΠΝΟ.
Ο πόλεμος αυτός όμως μπαίνει με πολλούς τρόπους στην καθημερινότητα των καταπιεσμένων. Μια άλλη πτυχή της συγκεκριμένης διαχείρισης είναι ένα ναρκωτικό που ονομάζεται σίσα. Είναι ένα φτηνό ναρκωτικό, που μπορεί κάποιος που θα αποκτήσει τις γνώσεις και το κίνητρο του εθισμού να το παρασκευάσει μόνος του από απορρυπαντικό και υγρό μπαταρίας. Η τακτική του χρήση μπορεί να διαλύσει ένα νεαρό σώμα μέσα σε τρεις μήνες. Απ' ότι μαθαίνουμε το συγκεκριμένο ναρκωτικό κάνει θραύση στους έφηβους μετανάστες. Είναι χαρακτηριστικό, το ότι αυτό το ναρκωτικό εμφανίζεται με παραπλήσιες συνταγές παρασκευής και διάφορες παραλλαγές ονόματος σε παραγκουπόλεις σε όλον τον κόσμο. Δε θεωρούμε πως κατά τύχη είχαν παντού την ιδέα να μπλέξουν αυτά τα υλικά και να δοκιμάσουν το αποτέλεσμα. Δεν θα ανακαλύψουμε όμως και μια καταστροφική παγκόσμια συνωμοσία, έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα. Εμείς κρατάμε τα σωματικά αποτελέσματα και την πολιτική αποτελεσματικότητα της διάδοσης της χρήσης του και το πικρό συναίσθημα που συνοδεύει τη σκέψη ότι για ορισμένες μερίδες του νέου πληθυσμού, κάτι τέτοιο αποτελεί μια από τις ελάχιστες -για κάποιους ίσως και τη μοναδική- διέξοδο από ένα καθεστώς καθημερινής ολοκληρωτικής βαρβαρότητας.



[1]    Ο εκφυλισμός των πόλεων και το άτυπο προλεταριάτο, Mike Davis, (2004)

[2] Όπως προκύπτει από την έρευνα thechallengeofslums του UNHabitat (2003)

[3]              Στις αγροτικές κοινότητες της Βραζιλίας έχει αναπτυχθεί ένα σύνολο από πρακτικές αυτοκατασκευής, το λεγόμενο mutirao, στις οποίες ολόκληρη η κοινότητα συμμετέχει καθώς προγραμματίζει και εκτελεί σύμφωνα με τις ατομικές δεξιότητες του καθένα και της καθεμιάς στόχους που αποφασίζονται κοινά. Αυτή η πρακτική μεταφέρθηκε, σε διάφορες περιπτώσεις, και στις πόλεις όταν οι κάτοικοι των παραγκουπόλεων ξεκίνησαν να διεκδικούν την εκ νέου στέγασή τους.

[4]    Στίχοι που τραγουδιούνται από το Τάγμα Ειδικών Επίχειρήσεων (BOPE) στο Ρίο κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης.

[5]    Ένα πολυ γνωστό το MTST (Movimento dos Trabajadores sem Teto, κίνημα των εργατών χωρίς στέγη) που δραστηριοποιείται σε Σάο Πάολο, Νορντέστε, Ρίο ντε Τζανέιρο.