Γεγονότα και σκέψεις από την εξέγερση της 12ης Φλεβάρη ’12

Ξεκινώντας έχει μια σημασία να παραθέσουμε, έστω και αναφορικά, τις καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, έναν απολογισμό των συγκρούσεων αλλά και των διώξεων που συνέβησαν εκείνη την ημέρα ψήφισης του “μνημονίου 2”. Σκοπός δεν είναι να εντυπωσιαστεί κανείς, αλλά να αντιληφθεί το πόσο διευρυμένες ήταν οι συγκρούσεις και το πώς αυτές εξαπλώθηκαν σε όλη την ελλαδική επικράτεια.

Στην Αθήνα, μέσα σε μια τεράστια πορεία (οι εκτιμήσεις λένε για μισό εκατομμύριο κόσμου) ξεσπούσαν συγκρούσεις σε όλα τα σημεία της πόλης. Πυρπολήθηκαν συνολικά 47 κτήρια, δεκάδες μπάτσοι τραυματίστηκαν, πολυτελή μαγαζιά, τράπεζες και ένα οπλοπωλείο λεηλατήθηκαν συνθέτοντας ένα κλίμα εκρηκτικό, μια κατάσταση ανεξέλεγκτη. Για 4 ημέρες η νομική σχολή τέλεσε υπό κατάληψη για να λειτουργήσει σαν ένα κέντρο αγώνα, με δυνατότητα περίθαλψης τραυματιών, ένα πραγματικό άσυλο που δεν εξασφαλίζεται από κανένα θεσμό παρά μόνο από την οργάνωση των συμμετεχόντων, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα το υπερασπίστηκαν συγκρουόμενοι με τις αστυνομικές δυνάμεις. Οι εξεγερμένοι κατέλαβαν το ΚΕΠ Χαλανδρίου, το δημαρχείο Αγ. Παρασκευής, έγιναν πολλές αυθόρμητες μεταμεσονύχτιες πορείες σε γειτονιές της πόλης. Μια ομάδα 16 ατόμων επιχείρησε να καταλάβει το δημαρχείο Αθηνών, όμως μετά από επέμβαση της αστυνομίας συνελήφθησαν όλοι. Το κατασταλτικό κλίμα ήταν εξίσου οξυμένο με προληπτικές προσαγωγές αγωνιστών κάτω από τα σπίτια τους, με δημοσιοποίηση φωτογραφιών από το δρόμο με σκοπό τη συγκέντρωση πληροφοριών από επίδοξους ρουφιάνους για τις διώξεις εξεγερμένων καθώς και φωτογραφιών και βίντεο από τη λεηλασία του οπλοπωλείου. Δημοσιοποιήθηκαν επίσης και φωτογραφίες συλληφθέντων από την πορεία, πριν καν οι τελευταίοι περάσουν από εισαγγελέα, δημιουργώντας ένα κλίμα που συνέβαλλε στην προφυλάκιση των συγκεκριμένων, αλλά και καλλιεργώντας μαζί με τα προηγούμενα την εμπέδωση ενός καθεστώτος πανοπτικού ελέγχου των δημόσεων δράσεων, την κοινωνική νομιμοποίηση της προληπτικής καταστολής. Στη Βόρεια Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν πορείες σε πολλές πόλεις, ενώ κατελήφθησαν ο κινηματογράφος Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη, η νομαρχία Καβάλας και η περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης στην Κομοτηνή. Στο Αγρίνιο, μετά την πορεία στο κέντρο της πόλης, ομάδα 25 περίπου ατόμων κατευθύνθηκε στα γραφεία του υφυπουργού Μωραΐτη και τα κατέστρεψε πετώντας έπιπλα και άλλα αντικείμενα από το παράθυρο στο δρόμο. Την επόμενη μέρα, ομάδα 50 περίπου εξεγερμένων πραγματοποιεί επιθέσεις σε τράπεζες, ενεχυροδανειστήριο και τα γραφεία του ΛΑΟΣ στην πλατεία δημοκρατίας. Ενώ καίγεται και η ελληνική σημαία στο κέντρο της πλατείας. Κατά την αποχώρηση τους προξενούνται φθορές στο ταχυδρομείο της πόλης, αυτοκίνητα των ΕΛ.ΤΑ. και σε κατάστημα ρούχων που ανήκει σε γνωστό φασιστοειδές που επανειλημμένα έχει συνδράμει τις αστυνομικές αρχές με πληροφορίες και όχι μόνο. Η επίθεση, λίγο αργότερα, των αστυνομικών δυνάμεων απαντήθηκε με πέτρες και βόμβες μολότοφ ενώ οδοφράγματα στήθηκαν ως την περιοχή του δημοτικού πάρκου Αγρινίου. Η απάντηση σε όλα αυτά ήταν μια γενικευμένη αστυνομοκρατία στους δρόμους της πόλης και η έφοδος για έλεγχο σε σπίτι ενός συντρόφου που συνοδεύτηκε από ένα όργιο παραπληροφόρησης σε σχέση με τους λόγους και τα αποτελέσματα της εφόδου. Και στην Κρήτη τεταμένο το κλίμα. Στο Ηράκλειο σπάστηκαν τα δικαστήρια, κατέβηκαν κάμερες , κυνηγήθηκαν ασφαλίτες, και στην πλατεία Κορνάρου, μπροστά από τα γραφεία του ΛΑΟΣ και ορισμένες τράπεζες έγιναν επιθέσεις στους μπάτσους, όπως και σε ένα ασφαλίτικο τζιπάκι που εντοπίστηκε στην Έβανς. Στην πλατεία Ελευθερίας ο κόσμος μπήκε στα γραφεία του βουλευτή Κεγκέρογλου και ανέβασαν πανό για λίγη ώρα. Αμέσως μετά συνεχίστηκαν οι επιθέσεις στο πολιτικό γραφείο της Σκραφνάκη, πετάχτηκαν κάτω τα σύμβολα του ΠΑΣΟΚ και κάηκαν οι σημαίες τους. 2 ημέρες αργότερα κατά τη διάρκεια πορείας πάνω από 500 μαθητές πετούν πέτρες στην αστυνομία και στις τράπεζες ενώ προσπαθούν να εισβάλλουν στην Περιφέρεια Κρήτης και στο Δημαρχείο. Στα Χανιά πραγματοποιήθηκε κατάληψη στην αντιπεριφέρεια οπού συντονίστηκαν δράσεις και στα πλαίσιά της λειτούργησε ραδιοφωνικός σταθμός μέσω internet. Στο Ρέθυμνο έγινε κατάληψη στο δημαρχείο, όπως και στην αντιπεριφέρεια Λασιθίου, στην οποία μετά από γενική συνέλευση των εργαζομένων σε αυτή βγήκε ψήφισμα στήριξης. Στα Τρίκαλα σπάστηκαν 3 τράπεζες, για τις οποίες συνελήφθησαν 3 άτομα. Στην Άρτα πραγματοποιήθηκαν συνολικά 5 πορείες μέσα σε τρεις μέρες και το α/α μπλοκ πραγματοποίησε συμβολικές επιθέσεις με σκουπίδια σε πολιτικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Στο Βόλο, σε μια πορεία τεράστια για τα δεδομένα της πόλης με συμμετοχή 4500 ανθρώπων, κάηκε ολοσχερώς ένα κατάστημα της eurobank και η εφορία, σπάστηκαν ορισμένα super market, πραγματοποιήθηκε κατάληψη στο δημαρχείο η οποία όμως δεν κρατήθηκε, αφ' ενός γιατί έξω μαίνονταν συγκρούσεις με την αστυνομία, αφ' ετέρου γιατί έγινε μία απόπειρα εμπρησμού ενώ κόσμος βρισκόταν μέσα, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα επρόκειτο για μια κατασταλτική κίνηση. 6 άτομα συνελήφθησαν. Στην Πάτρα πραγματοποιήθηκε πορεία 5000 ατόμων ενώ το βράδυ έγιναν συγκρούσεις με την αστυνομία. Κατάληψη έγινε και στο κτήριο Νομαρχίας Φθιώτιδας και Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδος μετά από μεγάλη πορεία στο κέντρο της Λαμίας. Τέλος, κατάληψη πραγματοποιήθηκε και στο δημαρχείο Ρόδου.

Η συσσωρευμένη οργή του τελευταίου διαστήματος εκτονώθηκε μέσα σε μία ημέρα, δείχνοντας μια ξεκάθαρη αλλαγή των κοινωνικών αντανακλαστικών και της εξοικείωσης με τις συγκρουσιακές τακτικές. Όλοι περίμεναν πως θα έρθει μία τέτοια ημέρα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι η εξέγερση απλώθηκε σε τόσες πόλεις χωρίς να προϋπάρχει κάποια οργανωτική προετοιμασία και χωρίς να συντονιστεί από κάποια επίδοξη πολιτική πρωτοπορία. Ούτε κατά τη διάρκειά της, ούτε και μετά σοκαρίστηκε κανείς πραγματικά από το επίπεδο της βιαιότητας. Ούτε καν όσοι και όσες αναμασάνε την προπαγάνδα που αναπαράγεται αδιάκοπα από τα μμε για μεροκαματιάρηδες που πάθανε ζημιά, για μικροεπιχειρηματίες που καταστράφηκαν, για την αίγλη και την αξιοπιστία της χώρας μας που υποβαθμίζονται. Τέτοιες κοινωνικές εκρήξεις είναι πλέον αναμενόμενες και υπολογίσιμες, και πώς να μην είναι άλλωστε όταν από το παράδειγμα της 12/2 φαίνεται το τι μπορεί να γίνει μόλις σε μια μέρα, από ένα τόσο μεγάλο πλήθος και με ένα τόσο θολό και ετεροκαθοριζόμενο πλην όμως συσπειρωτικό σημείο αναφοράς, την ολομέτωπη επίθεση των αφεντικών. Δεδομένου αυτού δε μας εκπλήσσει πως αυτή η κατάσταση δεν είχε μεγαλύτερη διάρκεια, όπως για παράδειγμα ο Δεκέμβρης του '08. Εξ' άλλου δεν είχε προοπτικές, δεν είχε – κατά τα φαινόμενα – εφικτούς στόχους. Ήταν ένα φαινόμενο χαοτικό, μια ένδειξη για τις προοπτικές που ανοίγουν από εδώ και πέρα για την πολιτικοποίηση της δημόσιας ζωής. Ήταν όντως μια εκτόνωση, χωρίς αυτό να μειώνει τη σημασία της για τις κινηματικές διεργασίες. Ήταν η κατάρριψη του επιχειρήματος “αφού με όλα αυτά τα σπασίματα και όλη αυτή την βία δεν αλλάζει κάτι”, ένα επιχείρημα που ακούγεται συνέχεια μέσα στα τελευταία χρόνια. Φαίνεται όμως ότι έχουν αλλάξει πολλά, και φαίνεται ότι είναι δυνατό να αλλάξουν πολλά περισσότερα. Ένα μεγάλο θετικό στοιχείο είναι η αποτυχία των εργατοπατεράδων της ΓΣΕΕ να περιφράξουν τις κινητοποιήσεις καθώς αυτή η έκρηξη συνέβη μετά την προγραμματισμένη διήμερη σαμποταριστική τους τελετουργία. Ο τρόπος τέλος με τον οποίο εξελίχθηκαν οι διώξεις και ξεδιπλώθηκε η καταστολή, επιβεβαιώνει για άλλη μια φορά τις εκτιμήσεις πως όλες αυτές οι τακτικές που εφαρμόζονται μέσα στα τελευταία χρόνια για τις διώξεις αγωνιστών του α/α χώρου είναι η βάση για τη δημιουργία ενός νέου κατασταλτικού δόγματος. Μιας πτυχής της πορείας για την επιβολή μιας ολοκληρωτικής, ή καλύτερα ολοκληρωμένης, δημοκρατίας για τη συντήρηση της τάξης των πραγμάτων και την επέκταση του ελέγχου της κυρίαρχης τάξης σε όλες τις πτυχές της ζωής. Τα αφεντικά δεν πρόκειται να κάνουν πίσω. Το ερώτημα είναι αν θα κάνουμε εμείς.