Παλιά Μαντάτα: Σχετικά με την ελληνικότητα της Θεσσαλονίκης

"…/ σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει/ και ρυθμικά χτυπήσανε μια μια οι ώρες και ανοίξανε πόρτες και παράθυρα με εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές/ ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες και οι φανφάρες και οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές/ πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες/ τότε, θυμάσαι που μου λες: ετέλειωσεν ο πόλεμος/ Όμως ο πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμα/ γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ."
απόσπασμα από το ποίημα "Ο Πόλεμος" του θεσσαλονικιού Μανόλη Αναγνωστάκη

Λέγεται συχνά ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές. Η πραγματικότητα αυτής της πόλης το επαληθεύει, καθώς οι ιστορίες με τις οποίες όλοι έχουν μεγαλώσει είναι οι ιστορίες από τη γωνία αυτών που επιβλήθηκαν. Τα τραγουδάκια στο σχολείο για την ξακουστή Μακεδονία που έδιωξε τους βάρβαρους και τώρα είναι ελεύθερη δεν είναι καθόλου αθώα. Είναι ανατριχιαστικά. Είναι η καθοδηγημένη εμπέδωση αυτής της θέσης του προνομιούχου, του κυρίαρχου, της εθνικιστικής ιδεολογίας που ήταν αναγκαία για την επιβολή αυτής της ελληνικότητας και όχι για την επαναφορά της όπως πολλοί υποστηρίζουν. Όμως υπάρχει και η ιστορία των από τα κάτω, την οποία θέλουμε να βοηθήσουμε να μην ξεχαστεί. Μια ιστορία που δεν είναι αφαιρετική, ούτως ώστε να φέρει την πραγματικότητα στα μέτρα της, είναι όμως ελλιπής καθώς δεν έμειναν και πολλοί για να την μοιραστούν. Μια ιστορία που μας βοηθά να αποδομήσουμε την κυρίαρχη εκδοχή της πραγματικότητας.

Από τα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας η Θεσσαλονίκη αποτελούσε τον ορισμό της πολυεθνικής πόλης, ενώ προσήλκυε και πολλά μεταναστευτικά ρεύματα φτωχών αγροτών από όλη την αυτοκρατορία και τα Βαλκάνια. Από εκείνα κιόλας τα χρόνια πολλοί πόλεμοι έγιναν για τον έλεγχο αυτού του ξακουστού και δραστήριου λιμανιού της βαλκανικής. Μέχρι και την κατάκτηση της πόλης από τον ελληνικό στρατό το 1912, οι εθνικότητες σε αυτή, όπως και σε όλη την Μακεδονία αποτελούσαν ταξικές ταυτότητες, κατέτασσαν δηλαδή τους ανθρώπους της σε ομάδες διαφορετικών συμφερόντων όπως αυτά εξασφαλίζονταν αντίστοιχα από το πατριαρχείο, την υψηλή πύλη και τη βουλγαρική εξαρχία. Αυτοί ήταν και οι φορείς ισχύος της εποχής, που η εξουσία τους δεν ήταν μόνο θρησκευτική αλλά και κοσμική. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ο σουλτάνος είχε αναγνωρίσει τη δυναμική αυτών των πόλων και την είχε μάλιστα αξιοποιήσει. Χωρίζοντας τα εδάφη της αυτοκρατορίας ανά περιοχές θρησκευτικής επιρροής, είχε δομήσει ένα ιδιαίτερο καθεστώς αυτοδιοίκησης οπού ο εκάστοτε φορέας ισχύος ήταν επικεφαλής, κάνοντας το έργο του ελέγχου των δραστηριοτήτων, μιας τόσο πολυπολιτισμικής κοινωνικής βάσης απλωμένης σε μια τόσο μεγάλη έκταση, δυνατό. Αυτός ήταν ένας διαχωρισμός από τα πάνω ο οποίος, σαν τέτοιος, δεν όριζε εξ’ ολοκλήρου τις ζωές, τις σχέσεις και τις συνειδήσεις των από τα κάτω. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που άνθρωποι άλλαζαν θρησκεία ούτως ώστε να έχουν διαφορετικά συμφέροντα, πράγμα που κάνει την επίκληση στην ελληνικότητα και την καθαρότητά της ακόμη πιο αβάσιμη.

Το γεγονός βέβαια ότι η πόλη αυτή λέγεται και αναγνωρίζεται ως ελληνική δεν οφείλεται μόνο στην στρατιωτική της κατάκτηση από το νεοσύστατο και υπερφιλόδοξο τότε ελληνικό κράτος κατά τους βαλκανικούς πολέμους, αλλά και σε μία σειρά καταστάσεων εθνικού κοσκινίσματος από τα πάνω και φαινομένων κοινωνικού κανιβαλισμού οπού το ένα πληθυσμιακό κομμάτι επιβαλλόταν δια της βίας πάνω στο άλλο. Για να λέγεται δηλαδή ο κάτοικος της Θεσσαλονίκης έλληνας, έπρεπε να εξαφανιστούν από την πόλη όλα αυτά τα κομμάτια που δεν είχαν σαν σημείο αναφοράς αυτή την εθνικότητα, δηλαδή αυτή την ταξική θέση.


Πρώτο χαρτί του ελληνικού κράτους και του εθνικισμού του, για την εξασφάλιση της κυριότητας πάνω στη Μακεδονία, ήταν ένα πρόγραμμα οργανωμένης τρομοκρατίας με επικεφαλής τον κρατικό υπάλληλο, ή αλλιώς πράκτορά του, Παύλο Μελά. Η οργάνωση συμμορίτικων ομάδων και η μίσθωση ήδη υπαρκτών με σκοπό τον αφανισμό των σλαβόφωνων πληθυσμών της Μακεδονίας είχε σαν στόχο την εξάλειψη της κοινωνικής βάσης του αντίστοιχου βουλγάρικου εθνικισμού αλλά και την κοινωνικοποίηση της μελλοντικής εθνικής ταυτότητας. Οι εθνικές συμμορίες συνεργάστηκαν σε πρώτη φάση με το κίνημα των Νεότουρκων, που αναπτύχθηκε μάλιστα στη Θεσσαλονίκη, με στόχο τον περιορισμό της βουλγάρικης επέκτασης, για να βρεθούν ύστερα απέναντι λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων.


Όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Θεσσαλονίκη, καταγεγραμμένοι σαν έλληνες ήταν μόνο οι 40 από τις 158 χιλιάδες κόσμου. Στην Μακεδονική της περιφέρεια εκκενώθηκαν και καταστράφηκαν ολόκληρα χωριά με βουλγάρικο πληθυσμό ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις σφάχτηκε. Βέβαια η υπόθεση της εθνικής κάθαρσης δεν τελείωνε εκεί.

Στο ιστορικό διάστημα που συνδέει τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι και το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου, ήταν η σειρά του ελληνικού πληθυσμού συμβάλλει σε αυτή την διαδικασία κάθαρσης. Προφανώς και αυτές οι τόσο γρήγορες μεταβολές και οι συνεχείς αιματηροί πόλεμοι, θα ανατάρασσαν τις κοινωνικές ισορροπίες, τόσο στο επίπεδο της επιβίωσης, της κατανομής του πλούτου και των παραγωγικών μέσων όσο και στο επίπεδο των ιδεολογικών και ηθικών σημείων αναφοράς. Έτσι ξεκίνησε μια σειρά άτυπων “εμφυλίων” πολεμικών καταστάσεων μεταξύ των αγροτών της Μακεδονικής περιφέρειας από τις οποίες συνολικά 140 χιλιάδες περίπου μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αφού οι επιθέσεις σε βάρος τους, οι καταστροφές και οι λεηλασίες των περιουσιών τους, τους έκαναν το βίο αβίωτο. Χαρακτηριστικό είναι πως σημαντικό ρόλο σε αυτούς τους διωγμούς έπαιξαν κάποιοι άλλοι εκδιωγμένοι. Οι 20 χιλιάδες έλληνες μετανάστες από τη Θράκη. Ο επεκτατισμός των κρατών της ευρύτερης περιοχής και οι πολεμικές συρράξεις εσωτερικεύουν την βία στα κατώτερα κοινωνικά κομμάτια τα οποία οδηγούνται στην αλληλοεξόντωση για να εξασφαλίσουν, με απόλυτο και γρήγορο τρόπο την επιβίωσή τους. Μέσα στη Θεσσαλονίκη συνέβησαν ανάλογα φαινόμενα που οδήγησαν στη μετανάστευση άλλων 15 χιλιάδων μουσουλμάνων.

Μετά την αποτυχία της επεκτατικής εκστρατείας του ελληνικού κράτους στη Μ. Ασία, γνωστή σαν “καταστροφή”, συνέβη μία από τις πιο απολυταρχικές μεθόδους διαχείρισης πληθυσμών στην σύγχρονη ιστορία. Τα παζάρια για το επισφράγισμα της ειρήνης μεταξύ του ελληνικού και του τούρκικου κράτους επέφεραν την ανταλλαγή 1,5 εκατομμυρίου χριστιανών με μισό εκατομμύριο μουσουλμάνων. Πέρα από το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο το ελληνικό κράτος γέμισε με φθηνά εργατικά χέρια, κατάφερε να φτάσει ένα βήμα πιο κοντά στην εξασφάλιση του αδιαμφισβήτητου της εθνικής του κυριαρχίας πάνω στην τελευταία του ασφαλή κατάκτηση.

Μία κοινότητα έμενε μόνο, η εβραϊκή, η πολυπληθέστερη της πόλης. Να ξανατονίσουμε βέβαια ότι αυτή η λέξη, κοινότητα, είναι αρκετά σχετική καθώς συμπεριλάμβανε τόσο τους εμπόρους που οργάνωναν τα οικονομικά τους συμφέροντα και ασκούσαν ανάλογη πολιτική, όσο και τους φτωχότερους πληθυσμούς οι οποίοι φυσικά αποτελούσαν και την πλειοψηφία. Μετά την μεγάλη πυρκαγιά του ‘17 την οποία ο Βενιζέλος, ανοιχτά πολέμιος της εβραϊκής κοινότητας, χαρακτήρισε σαν θείο δώρο, ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, αυτός που πλήγηκε περισσότερο, εκτοπίστηκε από το κέντρο μέσω της απαλλοτρίωσης των καμένων εδαφών από το ελληνικό κράτος. Πέρα από την οικονομική καταστροφή, ο εβραϊκός πληθυσμός έπρεπε να αντιμετωπίσει και την γκετοποίηση με τη μεταφορά του σε συγκεκριμένες γειτονιές. Μετά από αυτό ακολούθησαν περισσότερες από δέκα παρακρατικές και παραστρατιωτικές ομάδες όπως η τρία έψιλον, οι οποίες με τη συνδρομή της προπαγάνδας του τύπου και την πολιτική αναγνώριση με την οποία επιβραβεύτηκαν για το έργο τους μέσα στη βουλή συνέχισαν το έργο της περιθωριοποίησης. Αποκορύφωμα της δράσης τους η επίθεση 2000 ελλήνων φασιστών στο φτωχό εβραϊκό συνοικισμό Κάμπελ και ο εμπρησμός του το καλοκαίρι του 1931. Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλη του '33 οι εβραίοι μαγαζάτορες έκλεισαν τα καταστήματα τους σε διαμαρτυρία προς τα αντισημιτικά μέτρα της ναζιστικής Γερμανίας και οι οργανωμένοι έλληνες φασίστες, έκαναν πορεία στην εμπορική συνοικία χαιρετώντας ναζιστικά και γεμίζοντας τους τοίχους με αγκυλωτούς σταυρούς. Η κάθαρση ολοκληρώθηκε κατά την γερμανική κατοχή με την γενοκτονία 55 χιλιάδων εβραίων που στάλθηκαν στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Μια κίνηση που αντιμετώπισε μηδαμινή αντίσταση από τους παράγοντες της πολιτικής ζωής στον ελλαδικό χώρο.

Τα επιχειρήματα και οι πτυχές της ιστορίας αυτής της διαδικασίας ελληνοποίησης της Θεσσαλονίκης σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε όσα γράφονται σε αυτό το άρθρο. Αυτή η κάπως άγαρμπη σύνθεση των αιματηρών στιγμών της ιστορίας της έχει σαν σκοπό να μπουν ορισμένα επιχειρήματα στο τραπέζι, ανταγωνιστικά τόσο προς την εθνικιστική παπαγαλία που ξεδιπλώνεται από την ακροδεξιά μα και από ολόκληρο το φάσμα της καθεστωτικής πολιτικής, όσο και προς τις φανταχτερές φιέστες και τα επιχειρηματικά σχέδια εμπνεύσεως του Μπουτάρη, του εκπροσώπου της επιχειρηματικής τάξης αυτής της πόλης. Σκοπός μας δεν είναι μια εύπεπτη περίληψη των γεγονότων αυτών και των καταστάσεων που τα παρήγαγαν. Θέλουμε να μοιραστούμε ορισμένα σημεία αναφοράς για την αυτομόρφωση και την ενίσχυση της συλλογικής μας μνήμης. Θέλουμε να εξωτερικεύσουμε την δικιά μας ερμηνεία στο στιχάκι “που έδιωξες τους βάρβαρους και 'λεύτερη είσαι τώρα”. Η ιστορία αυτής της πόλης μπορεί να είναι γραμμένη στα ελληνικά αλλά η πένα έχει βουτηχτεί στο αίμα χιλιάδων ανθρώπων που δε χωρούσαν στην ταυτότητα που τα νέα της αφεντικά ήρθαν για να επιβάλλουν.