Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος της δουλειάς που είχε γίνει για την ανοιχτή συζήτηση “δράσεις και δομές για την οργάνωση της αλληλεγγύης με τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές”, που έλαβε μέρος στις 31/3/2012 στη θεσσαλονίκη και συνδιοργανώθηκε από τη συνέλευση για την προώθηση της αλληλεγγύης και το ταμείο αλληλεγγύης και οικονομικής υποστήριξης φυλακισμένων αγωνιστών.
Σκέψεις γύρω από τη δομική αναβάθμιση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής στο πεδίο του εγκλεισμού.
Η εσωτερική αντιμεταναστευτική πολιτική αποτελεί ποιοτική αναβάθμιση των τρόπων διαχείρησης κρίσεων από την πλευρά της ενωμένης (σίγουρα ως προς αυτό το θέμα) ευρώπης. Ένα από τα σημεία τομής για την εξέλιξή της είναι τα λεγόμενα κέντρα κράτησης παράνομων μεταναστών. Ας σταθούμε λίγο στην κοινωνική σημασία αυτών των δομών[1].
Η ουσιαστική λειτουργία τους είναι να συγκεντρώνουν τους ανθρώπους που περισσεύουν, αυτούς που δεν είναι σε αυτή τη συγκυρία εκμεταλεύσιμοι και που η παρουσία τους εντός του κοινωνικού πεδίου είναι πλέον ζημιογόνα για την τάξη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός οτι για να οδηγηθεί κάποιος μετανάστης εκεί δεν είναι απαραίτητο να έχει διαπράξει κάποιο έγκλημα. Αρκεί το γεγονός οτι είναι μετανάστης, δηλαδή παράνομος[2], τόσο σύμφωνα με την κυρίαρχη κοινωνική ηθική, όσο και με τις ανάλογες νομικές της προεκτάσεις. Αυτό είναι ένα αρκετά κατατοπιστικό μέτρο για να αντιληφθεί κανείς την ακραία υποτίμηση, όχι μόνο της εργατικής δύναμης αλλά και της ίδιας της ζωής των ανθρώπων που απαρτίζουν το κατώτατο κοινωνικό στρώμα. Δεν γίνεται κάποια επένδυση για τη συντήρηση αυτού του στρώματος μέχρι κάποιον καιρό που θα είναι και πάλι εκμεταλλεύσιμα, δεν προβλέπεται κάποιο είδος νομικής τιμωρίας εφ’όσον δεν υπάρχει κάποιο έγκλημα να τους βαραίνει, ούτε και προβλέπεται η κοινωνική (άρα και εργατική) πειθάρχισή τους μέσα στο περιβάλλον του εγκλεισμού. Αυτοί οι χώροι είναι φτιαγμένοι για να συγκεντρώνουν και να εξοντώνουν αυτούς και αυτές που βρίσκονται πιο κάτω απ’όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Γιατί όχι μέσα στις φυλακές.
Πρίν από τη δημιουργία των πιο σύγχρονων από αυτούς τους χώρους, ικανών να “φιλοξενήσουν” χιλιάδες άτομα, χρησιμοποιούνταν πρόχειρες αποθήκες, αστυνομικά τμήματα και ενίοτε φυλακές. Οι τελευταίοι όμως χώροι δεν αποτελούσαν μια ασφαλή επιλογή σε σχέση με τη διαχείριση του ζητήματος. Αρχικά υπήρχε ένα νομικό πρόβλημα, το οτι δεν κατηγορούνταν για κάτι συγκεκριμένο. Αυτό θα εξελίσονταν σε κοινωνικό ζήτημα μέσα στις φυλακές, όχι μόνο λόγω της συμφόρησης που θα προέκυπτε, αν όλοι οι προς απέλαση μετανάστες στοιβάζονταν εκεί μέσα , και η οποία αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε λιγότερο ή περισσότερο βίαιες και εκρηκτικές καταστάσεις, αλλά και λόγω του πολιτικού διακυβεύματος μιας τέτοιας διαχείρισης. Όσο πιο προφανής και βίαιη είναι η, ούτως ή άλλως βασισμένη στην αδικία και τις ανισότητες, πραγματικότητα του εγκλεισμού τόσο διευρύνονται τα πεδία της πιθανής ριζοσπαστικοποίησης των έγκλειστων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Για τους προς απέλαση μετανάστες προβλέπεται λοιπόν διαφορετικός χώρος, αποστέρηση της επαφής με οποιαδήποτε άλλα κοινωνικά κομμάτια. Ακόμη και άν αυτά τα κομμάτια είναι παραβατικά. Η διαφορά είναι όπως προαναφέρθηκε πως οι μετανάστες δεν είναι παραβατικά αλλά εξ’ορισμού παράνομα κοινωνικά υποκείμενα. Η βία που εμπεριέχεται σε αυτό τον ταξικό διαχωρισμό, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην απόφαση για την αγορά πλωτών φυλακών αποκλειστικά για τον εγκλεισμό μεταναστών. Με τον εγκλεισμό σε αυτές τους αποστερείται ακόμα και η δυνατότητα να μπορούν να πατήσουν γή. Ο ξεχωριστός χώρος διευκολύνει την αναδίπλωση της βίας, είτε αυτή είναι άμεση είτε στις περισσότερες περιπτώσεις έμμεση. Το σωματικό βασανιστήριο του να ζείς στοιβαγμένος σε άθλιους χώρους σε πολλές περιπτώσεις με φαί που δεν είναι αρκετό, ο εγκεφαλικός πόλεμος του να μη γνωρίζεις πότε και αν ποτέ θα βγείς από εκεί μέσα, η ρευστότητα που δημιουργείται από τη συνεχή εναλλαγή κόσμου με αποτέλεσμα ένα τεράστιο κενό στο πεδίο των σχέσεων που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, η αδυναμία επικοινωνίας με κάποιον δικηγόρο είναι πράγματα που οδηγούν σε αυτοκτονίες και θανάτους. Μα το χειρότερο όλων είναι πως λόγω της συνολικής υποτίμησης της ζωής οι αγώνες που ξεσπάνε ανά τακτά χρονικά διαστήματα περνάν απαρατήρητοι και ξεχνιούνται.
Η διαφορά της σχέσης με το χρόνο που επιβάλλεται στους παράνομους σε σύγκριση με τους παραβατικούς είναι επίσης τεράστια. Οι παραβατικοί είχαν το περιθώριο συνδιαλλαγής με την κυρίαρχη ηθική και τις κανονικές ροές της κοινωνικής ζωής αλλά λόγω της μη συμβατικής τους συμπεριφοράς τιμωρούνται και το παρόν τους εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον καπιταλιστικού σωφρονισμού, με την προοπτική να πειθαρχήσουν, να ζήσουν ένα ομαλό μέλλον. Οι παράνομοι δεν είχαν κανένα περιθώριο συνδιαλλαγής, ή αυτό ήταν τουλάχιστον περιορισμένο μέχρι τη στιγμή που η εκμετάλλευσή τους θα έπαυε να είναι προσοδοφόρα. Ήρθαν σαν αιχμάλωτοι του πολέμου που διεξάγει ο πρώτος κόσμος, αναγκασμένοι να επιβιώσουν, μεταφερόμενοι από το δουλεμπόριο των μαφιών. Το παρελθόν τους έχει σβηστεί και δεν έχει σημασία. Το παρόν τους είναι ένα καθεστώς απόλυτης βίας και απομόνωσης εις βάρος τους. Η μοναδική προοπτική που ενυπάρχει στον εγκλεισμό τους είναι αυτή της απέλασης που ισοδυναμεί με την εξόντωσή τους. Δεν υπάρχει κάποιο υποσχόμενο μέλλον που θα λειτουργήσει σαν δέλεαρ για την πειθάρχισή και την ένταξή τους, καθώς η τελευταία κοστίζει ακριβά για την ευρώπη, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά.
Το στοιχείο της μαζικότητας
“Δύο νέα μεγάλα κέντρα κράτησης (ΚΕΠΥ) μεταναστών στην Αττική, πέραν των προεπιλεγέντων που περιέχονται ρητά σε νόμο, επιδιώκει να συγκροτήσει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, εκμεταλλευόμενο τη συγκυβέρνηση. […]. Οι έντονες ευρωπαϊκές πιέσεις, που συνδέονται με την απειλή αποβολής από τη ζώνη ελεύθερης διακίνησης Σένγκεν και τη δέσμευση των προεγκεκριμένων πιστώσεων ύψους 230 εκατομμυρίων ευρώ για τη μεταναστευτική διαχείριση, θα τεθούν σε διακυβερνητική διαβούλευση. […] Οι δύο μεγάλοι χώροι εκτιμάται από τους αρμοδίους ότι πρέπει να βρίσκονται στην Αττικοβοιωτία και να είναι χωρητικότητας περίπου 5-6 χιλιάδων ατόμων (σ.σ.*ο καθένας), ώστε να προσφέρουν πραγματική αποσυμφόρηση στην πρωτεύουσα και να διευκολύνουν όσους δικαιούνται προστασίας και ασύλου. Τα κέντρα κράτησης πρέπει να έχουν υποδομές για μακροχρόνια παραμονή (τουλάχιστον έξι μηνών) όπως προβλέπει ο νόμος. Παραλλήλως πρέπει να λειτουργεί το πρόγραμμα επιστροφών τουλάχιστον πέντε χιλιάδων ατόμων ετησίως. Με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι θα έχει νόημα η δουλειά των κέντρων πρώτης υποδοχής. «Είμαστε σε προχωρημένη σχεδιαστική φάση για τα κέντρα, καθώς έχουν οριστεί οι τεχνικές προδιαγραφές και οι ανάγκες σε προσωπικό» λέει η διευθύντρια της υπηρεσίας, κ. Σταυροπούλου. Κάθε κέντρο, που θα έχει χωρητικότητα 250 ατόμων, πρέπει να εκκαθαρίζει πέντε χιλιάδες περιπτώσεις τον χρόνο. Περίπου τριάντα υπάλληλοι θα χρειαστούν για τη στελέχωση των 16 κέντρων. […] Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι ένας χώρος που προοριζόταν για κέντρο στην Θράκη πυρπολήθηκε από αγνώστους. Προ ημερών ο αρμόδιος υπουργός, Χρ. Παπουτσής, εξήρε τη στάση του δημάρχου Ηγουμενίτσας, που επιδιώκει τη δημιουργία κέντρου στην περιοχή του προκειμένου να ρυθμιστεί η εφιαλτική κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή.”[3]
Άλλοι 14 χώροι συγκέντρωσης σε Λακωνία, Χίο, Σάμο, Αμυγδαλέζα, Ελληνικό, στη μονάδα πέτρου ράλλη, Ασπρόπυργο, Ροδόπη, Έβρο, Θεσπρωτία, Αιτωλοακαρνανία και Ορεστιάδα.
Οι φυλακίσεις των παράνομων δεν είναι μεμονωμένες αλλά μαζικές. Οι παραβατικοί δικάζονται και τιμωρούνται σαν άτομα, ενώ οι παράνομοι εξοντώνονται σαν μέρη ενός ενιαίου κοινωνικού κομματιού για το οποίο οργανώνεται και μια ενιαία διαχείρηση στο εγγύς μέλλον. Μια καταστροφική διαχείρηση. Οι ρυθμοί αποσυμφόρησης του αθηναϊκού κέντρου όπως αναφέρονται στο παραπάνω απόσπασμα είναι ενδεικτικοί της εντατικοποίησης για την “επίλυση” του ζητήματος. Αν υπολογίσουμε πως μόνο αυτά τα δύο νέα κέντρα κράτησης θα εξυπηρετούν στη συγκέντρωση, άρα ενδεχομένως και την εξόντωση, τουλάχιστον 20.000 ανθρώπων το χρόνο, δεν είναι καθόλου δύσκολο το να φανταστούμε από τι είδους και έντασης αστυνομικών και παρακρατικών πογκρόμ θα συνοδεύονται προκειμένου να λειτουργήσουν σαν δίδαγμα: δίδαγμα τρόμου προς τον μεταναστευτικό πλυθησμό και προς κάθε έναν και μία που θα σταθεί δίπλα τους και δίδαγμα στάσης προς όλα τα κοινωνικά κομμάτια στα οποία βρίσκει απήχηση η ρατσιστική ρητορεία. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις φαίνεται ξεκάθαρα το οτι η διαχείρηση με αντικείμενο μάζες και όχι άτομα, ωριμάζει και αναβαθμίζεται από κάθε άποψη.
Οι επενδύσεις δε γίνονται χωρίς προοπτική
Η συγκεκριμένη διαχείριση ωστόσο δεν οργανώνεται μόνο σε χρόνο ενεστώτα, δε θα σταματήσει να ισχύει μόλις γενικά η Ευρώπη και ειδικά η Ελλάδα “ξεμπλέξει” με το ζήτημα της μετανάστευσης. Θα μείνει σαν οργανωτική και ιδεολογική παρακαταθήκη ώστε να εφαρμοστεί μελλοντικά στο ενδεχόμενο που οι διάσπαρτες μοριακές αρνήσεις και αντιστάσεις συλλογικοποιηθούν και κινηθούν σαν ουσιαστικές απειλές απέναντι στον κρατικό μηχανισμό. Και δε θα υπάρχει μόνο η εμπειρία, θα υπάρχουν και οι χώροι. Τα άδεια μπουντρούμια, θα είναι σε θέση να “βολέψουν” έως και δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, να στηρίξουν υλικά τις πολιτικές διώξεις του μέλλοντος. Τα ΚΕΠΥ είναι μέρος της προετοιμασίας για έναν εμφύλιο πόλεμο.
Το ζήτημα των σχέσεων με τους έγκλειστους στα ΚΕΠΥ
Το να μην αντιμετωπίζουμε το ζήτημα των σύγχρονων “στρατοπέδων” συγκέντρωσης σαν ένα ζήτημα αναβαθμισμένου εγκλεισμού είναι λάθος. Η οργανική και όχι απλά ιδεολογική σύνδεση του αναρχικού χώρου με την αγωνιστική πραγματικότητα των φυλακών προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από τον εγκλεισμό αρκετών συντρόφων και συντροφισσών μέσα στα τελευταία χρόνια. Οι συντροφικές σχέσεις δεν άφηναν κανένα περιθώριο για την καθολική κοινωνική απομόνωση των έγκλειστων, και για την ανταπόκριση σε αυτές τις σχέσεις έχουν μέσα στα τελευταία χρόνια δημιουργηθεί δομές σχέσεων και υποδομές υλικής στήριξης για την προώθηση των αγώνων εντός των τειχών. Δεν προέκυψαν από κάποια αφηρημένη ιδεολογία, ή κάποιο φιλανθρωπικό βίτσιο αλλά από το γεγονός οτι μοιραζόμαστε έναν αγώνα και μια, τουλάχιστον στοιχειώδη, συλλογική υπόσταση.
Οι διάφορες μεταναστευτικές κοινότητες είναι σχεδόν απόλυτα περιθωριοποιημένες. Κατά βάση έχει προκύψει ένα μεγάλο κενό δεσμών με άλλα κοινωνικά κομμάτια αλλά και οι συντροφικοί δεσμοί μεταξύ τους δε μπορούν σε περιπτώσεις εγκλεισμού να οργανωθούν υλικά λόγω της έλλειψης δυνατότητας που προκύπτει από την ταξική τους θέση και την κοινωνική τους περιθωριοποίηση. Αυτή η έλλειψη σχέσεων με τις κοινότητές τους είναι μια αντικειμενική συνθήκη που σε πολύ μεγάλο βαθμό έχει οδηγήσει στην αποστασιοποίηση σε ορισμένες περιπτώσεις και στην μή επαρκή ενασχόληση σε κάποιες άλλες, από μέρος μας και ως προς το ζήτημα των στρατοπέδων συγκέντρωσης[4]. Αυτή η έλλειψη σχέσεων, αυτές οι αποστάσεις, όταν γίνονται παραδοχές και ιδεολογικοποιούνται δεν απέχουν και πολύ από αυτή την κατάσταση που ονομάζουμε ρατσισμό.
Είναι επιτακτικό το να προσπαθήσουμε να συνδεθούμε και με τους αγώνες που ξεσπάνε σε αυτά τα μπουντρούμια, όχι για λόγους πολιτικής ορθότητας και ιδεολογικής καθαρότητας, μα για λόγους κινηματικής αυτοπροστασίας. Όσο δύσκολο και να είναι, όσο πίσω και αν είμαστε ήδη. Η κυριαρχία αρπάζει έδαφος ενώ τα μάτια μας είναι στραμμένα αλλού, ενώ το βίωμα αυτής της συνθήκης δε μπορεί καλά καλά να μας επικοινωνηθεί σαν βίωμα, παρά μόνο σαν εικόνα, σαν ένα στατιστικό, σαν μιά αέρινη καταγγελία. Αυτή είναι μια ιστορική στιγμή που οι πρακτικές κοινωνικής διαίρεσης των απο τα κάτω απολυταρχικοποιούνται, μια στιγμή που εδραιώνονται οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις. Το γεγονός οτι, κατα τα φαινόμενα, θα τα βρούμε όλα αυτά μπροστά μας μέσα στα επόμενα χρόνια δεν θα είναι το μόνο σημείο στο οποίο θα βγούμε χαμένοι. Το μεγαλύτερο διακύβευμα είναι το αν θα λειτουργήσουμε σα να παρακολουθούμε τη μεταχείρηση που ασκείται στους Άλλους αντί να επιδιώξουμε να μοιραστούμε τον πλούτο των κοινωνικών αγώνων, ακόμα και αυτών που ξεσπούν στις πιό σκοτεινές γωνίες αυτού του κόσμου.
υποσημειώσεις:
[1] Σε καμία περίπτωση δεν υποτιμάται η αναδρομή στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία τους ή η εκτενέστερη ανάλυση τους στη βάση της σύγχρονης ιστορικής συγκυρίας. Αντιθέτως τα δύο παραπάνω κρίνονται απαραίτητα για τη βαθύτερη κατανόηση του ζητήματος. Μια ολοκληρωμένη ανάλυση που συνέβαλλε στο να γεννηθούν αυτές οι σκέψεις υπάρχει στη μπροσούρα από την εκδήλωση της αντιφασιτιστικής συνέλευσης Antifa*Lab “τα κέντρα κράτησης μεταναστών ως αυτό που πραγματικά είναι: στρατόπεδα συγκέντρωσης / εξόντωσης”, μέσα στην οποία πολλές καταστάσεις που εδώ παρουσιάζονται συμπυκνωμένα, εκεί αναλύονται εκτενώς.
[2] Οι μόνες περιπτώσεις που ενδέχεται να εξαιρούνται είναι αυτές μεταναστών που προέρχονται από μικρομεσαίες και ανώτερες τάξεις, έχουν την εκπαίδευση, τα προσόντα και, ενδεχομένως, την ιδεολογία ενός αφεντικού, τα άτομα δηλαδή που είναι αρκετά πειθαρχημένα και έχουν τις ανάλογες δυνατότητες ώστε να αναλάβουν μια θέση λειτουργική και όχι έναν ρόλο αναλώσιμο.
[3] 20/11/11, Γιώργος Μαρνέλλος, Ελευθεροτυπία
[4] ΄Ενας άλλος παράγοντας βέβαια είναι και η ανεπάρκεια της θεωρητικής ανάλυσης και της διορατικότητάς μας αλλά ενδεχομένως αυτή η συζήτηση να χρειάζεται να γίνει σε πολλές βάσεις και όχι μόνο σε αυτή του παρόντος κειμένου.