Για αυτό το τεύχος η στήλη "Μαθήματα Σκληρού Ρεαλισμού" , υπάρχει μόνο ηλεκτρονικά λόγω έλλειψης χώρου. Επίσης σύντομα θα έχει της δικιά της ενότητα στο blog.
Ένας μπάρμπας γύρω στα 60 βγαίνει από το λεωφορείο κυνηγώντας έναν πορτοφολά που έχει βάλει χέρι στην τσέπη του. Με τη βοήθεια καταστηματαρχών εκεί γύρω τον ακινητοποιεί κι αρχίζει να τον χτυπάει για να πάρει το πορτοφόλι. Πλησιάζει και μία παρέα απο μια παρακείμενη κατάληψη για να δει τι συμβαίνει. Ένας τύπος λίγο πιο πέρα βρίσκει το πεταμένο πορτοφόλι. Ο μπάρμπας αρχίζει να φωνάζει στον κόσμο γύρω να φωνάξει την αστυνομία. Οι καταληψίες λένε πως δεν υπάρχει λόγος να φώναξε την αστυνομία, πόσο μάλλον απ' τη στιγμή που το πορτοφόλι του μπάρμπα είχε βρεθεί. Τότε όλοι στρέφονται ενάντια στους καταληψίες με επιχειρήματα του τύπου “τι, δεν του αξίζουνε 6 χρόνια φυλακή γι' αυτό που έκανε” και άλλα τέτοια ωραία. Ο πορτοφολάς σε εκείνο το σημείο βρίσκει την ευκαιρία να το σκάσει. Μία τύπισσα ωρύεται και λέει πως έπρεπε να φωνάξουν την αστυνομία και πως “αφού είχε τα αρχίδια να κλέψει θα έπρεπε να έχει τα αρχίδια για να δουλέψει” και όταν ρωτήθηκε για το αν θεωρεί πως όποιος δεν δουλεύει έχει θέση στη φυλακή απάντησε αβίαστα και με πάθος πως “ναι, έτσι πρέπει”. Να λοιπόν πόσο απαραίτητος είναι ο θεσμός της φυλακής κατά την κρίση ορισμένων ανθρώπων, και να ποια είναι και τα κριτήρια για να μπαίνει κανείς μέσα. Το πλέον τρομακτικό όμως είναι ότι υπάρχει κόσμος που πιστεύει στον όρο σωφρονιστικά καταστήματα, έτσι αντιλαμβάνεται τα κρατικά μπουντρούμια, σαν σχολείο και όχι απλά σαν τιμωρία.
Δύο δημοτόμπατσοι στρίβουν από μια γωνία κατευθυνόμενοι σε μια κεντρική πλατεία και έρχονται ξαφνικά τετ α τετ με έναν άστεγο. Ο τελευταίος περπατούσε με το σώμα σκυφτό, αλλά μόλις τους βλέπει τεντώνεται όρθιος, φουσκώνει το στήθος, τα μάτια του γυαλίζουν και φωνάζει με βροντερή φωνή “ρε, άντε τραβήχτε να κάνετε καναν έλεγχο στα αμάξια για να δούμε πόσα αμάξια έχει η πόλη” και αρχίζει να γελάει γεμάτος ικανοποίηση. Οι δημοτόμπαστοι και ο άστεγος συνέχισαν προς αντίθετες κατευθύνσεις και έχασαν οπτική επαφή. Οι δημοτόμπατσοι πήγαν να κάνουν κάτι ανάλογο με αυτό που τους είπε ο άστεγος, κι' αυτός συνέχισε το δρόμο του σκυθρωπός ξανά, με όλα τα υποτιμητικά βλέμματα των περαστικών καρφωμένα πάνω του. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε και άρχισε να βρίζει δυνατά, χωρίς όμως να είναι και απόλυτα ξεκάθαρο το σε ποιους απευθυνόταν οι βρισιές. Μετά απο μια αυθόρμητη, πλην αρκετά εύστοχη, κριτική για την κενότητα της εργασίας των δημοτόμπατσων, βίωσε αμέσως τον ψυχρό αποκλεισμό από πλευράς όλων των καθαρών και ντυμένων στην τρίχα περαστικών που ήταν τόσο απόλυτος και εμφανής στα βλέμματα όλων που ήταν ικανός να μαυρίσει την καρδιά ακόμη και ενός απλού παρατηρητή. Ένας αποκλεισμός που δε οφειλόταν στο τι είπε, αλλά στο πως μύριζε, το πως φαινότανε, στο πόσο συναίσθημα είχε η φωνή του.
Ένας παππούλης με ύψος γύρω στο ενάμιση μέτρο πλησίασε έναν δίμετρο αφρικανό μικροπωλητή, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και χαμογελώντας του φώναξε δυνατά “τι λέει η ζωή, εύκολη;”, τότε ο μικροπωλητής γέλασε και είπε “όχι, ντύσκολο, ντύσκολο” και ο παππούς επαναλαμβάνοντας χαμογελαστά τις λέξεις του μικροπωλητή του έσφιξε το μπράτσο. Κάτι τέτοιες στιγμές δείχνουν οτι υπάρχει ακόμη ανθρωπιά, ότι υπάρχουν άνθρωποι με μνήμη (μαντεύουμε) που δεν εγκλωβίζουν τη σκέψη τους σε στερεότυπα.
Ένα ηλιόλουστο πρωϊνό σε μια λαϊκή στο κέντρο της Αθήνας, ήταν ανάμεσα απο τους υπόλοιπους πάγκους σε μια γωνίτσα ένας μετανάστης που πουλούσε διάφορα ηλεκτρικά παιχνιδάκια. Ένας πωλητής λαχανικών άρχισε να του πετάει αγγούρια γελόντας γεμάτος περηφάνια από τους επευφημισμούς των υπόλοιπων πωλητών μέχρι που τελικά κατάφερε να τον διώξει. Τόσο αθώος φαίνεται καμιά φορά ο ρατσισμός, σαν παιχνίδι, αλλά μόνο για αυτόν που επιβάλλεται. Δυο μέρες πριν από αυτό, σε μια άλλη λαϊκή γειτονιά εκεί κοντά, ήταν ένας άλλος τύπος ο οποίος χαιρετούσε έναν φίλο του φωνάζοντας δυνατά “ελλάς ελλήνων χριστιανών”. Μόνο ένα αγχωμένο βλέμμα γύρισε να τον κοιτάξει στα μάτια, το υπόλοιπο πλήθος απλά συνέχιζε να περπατάει και να κοιτάει τις τιμές των προϊόντων.
Σε τουριστικό μέρος της πόλης ένας 60χρονος έλληνας περιπτερούχος έβγαζε παχύ μεροκάματο. Για τις δουλειές που απαιτούσαν σωματική εργασία, κουβάλημα των προϊόντων, γέμισμα του ψυγείου κλπ. είχε προσλάβει έναν 30χρονο μετανάστη. Ένα πιτσιρίκι με ένα μπαγλαμά στο χέρι πέρασε και ζήτησε απο τον τελευταίο να του αγοράσει μια πορτοκαλάδα. Αρχικά του είπε όχι, αλλά μετά απο δυο δευτερόλεπτα τον ξαναφώναξε και του είπε: “εδώ είναι το μαγαζί μου, δε θα έρχεσαι να ζητάς πράγματα εδώ πέρα, κατάλαβες; φύγε τώρα, φύγε” αποδεικνύοντας πως η βλακεία δεν έχει όρια, είναι διαταξική και διεθνιστική.
Μέσα στους τελευταίους μήνες έχουν βρεθεί συνολικά 6 τεμαχισμένα πτώματα μέσα σε σακούλες σκουπιδιών σε κάδους της Αθήνας. Η αστυνομία κάνει λόγο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά αυτή είναι σίγουρα μια έτοιμη απάντηση, τη βοηθά να ξεμπερδεύει εύκολα με τυχόν ερωτήματα που μπορεί να προκύπτουν. Διατηρούμε μια επιφυλακτικότητα σε σχέση με την ερμηνεία του γεγονότος αλλά υπάρχει και κάτι για το οποίο είμαστε σίγουροι. Τα πράγματα αγριεύουν.
Κέντρο της Αθήνας. Ένας λούμπεν τύπος κουβαλάει, σε πλαστικές σακούλες, βιβλία για πούλημα. Κατευθύνεται σε έναν γλοιώδη αστό που βγαίνει μαζί με δύο άλλες τύπισσες, του ίδιου αέρα, από ένα ανακαινισμένο κτήριο και τον ρωτάει αν θέλει βιβλία, “τι βιβλία ρε μαλάκα;” τον ρωτάει ο αστός. Ο λούμπεν τύπος βγάζει ένα εντελώς αδιάφορο βιβλίο για κάποιον δυνάστη της Γαλλίας και ο αστός του απαντάει “τι να τα κάνω αυτά ρε μαλάκα” γελώντας σαρκαστικά. “Τις τσόντες, τις τσόντες;” μια τελευταία προσπάθεια από τον λούμπεν πλασιέ που θα προκαλέσει τα δυνατά γέλια του αστού´· “Σιρίνα ρε μαλάκα, σιρίνα”. Ο έρωτας δεν είναι εικόνα για να τη μιμείται κανείς.